Δε θυμάμαι γιατί με είχαν κλείσει εκεί μέσα. Πόσος καιρός να πέρασε άραγε από τότε που είδα για τελευταία φορά το φως τού ήλιου απ' το μπαλκόνι μου? Το φως του, πίσω από δικά μου κάγκελα· όχι κρύα και αφιλόξενα... Σίγουρα πολύς, για να μη θυμάμαι τίποτα πια.. Δεν υπήρχε γιατί, δεν υπήρχε πότε. Ήμουν απλά εκεί. Μα για να είμαι ειλικρινής, παρότι άκακος άνθρωπος, δεν ένιωθα αθώος. Είχα μια αίσθηση πως έτσι ήταν το σωστό.
Και μετά ξυπνήσαμε όλοι μαζί ένα πρωί, βλέποντας τα νέα στις ειδήσεις. Κάποιος είχε διαπράξει έγκλημα, φώναζαν ενθουσιασμένοι οι δημοσιογράφοι, και μόλις τον είχανε πιάσει. Όχι έγκλημα, εγκλήματα, απ' ό,τι διαπιστώσαμε στη συνέχεια. Και ήταν αποτρόπαια εγκλήματα. Αρρωστημένες σφαγές ζώων και ανθρώπων, λες και ήταν αναλώσιμα αντικείμενα. Και ο ίδιος, ήρεμος στις κάμερες, δε δήλωνε μετανιωμένος. "Κάθαρμα", είπε μέσα απ' τα δόντια του ένας που καθόταν παραδίπλα. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να συμπεριφέρεται με τόσο τερατώδη τρόπο, σκέφτηκα. Πόση αρρώστια κυκλοφορεί εκεί έξω?
Την επόμενη στιγμή μάθαμε ότι θα τον έφερναν σ' εμάς. Ήταν λες και είχαν περάσει ήδη μέρες, αλλά όλα έγιναν τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα ν' αμφισβητήσω τον χρόνο.. Όλοι έξω, φώναξαν απ' το βάθος επιθετικά. Σίγουρα δεν ήταν η ώρα μας να βγούμε στην αυλή.. Μας έβαλαν σε μια σειρά και μας οδήγησαν βιαστικά σ' ένα μεγάλο, γκρι βανάκι. Έμοιαζε σαν σχολικό, μόνο που το συγκεκριμένο ήταν για μεγάλα παιδιά. Μέσα υπήρχαν ήδη άτομα, μάλλον από διαφορετικές μονάδες, όλοι με τα κεφάλια σκυμμένα και τα χέρια δεμένα. Κάθισα κι εγώ με τη σειρά μου κάπου προς τις πίσω θέσεις, παρατηρώντας τεμπέλικα κάθε καινούριο πρόσωπο γύρω μου. Σύντομα, διαπίστωσα ότι είχαμε κάθε καρυδιάς καρύδι, που λένε, αλλά για κάποιον λόγο δε μου έκανε ποτέ εντύπωση που όλοι μιλούσαν τη γλώσσα μου. Ξαφνικά, ανάμεσα στους υπόλοιπους, είδα κι αυτόν! Το κάθαρμα. Ήταν εντελώς ψύχραιμος, με τα χέρια κρεμασμένα ανάμεσα στα πόδια και είχε ένα αμυδρό, σταθερό χαμογελάκι, λες και κάποιος του είχε καρφιτσώσει πινέζα στο ένα μάγουλο για να το διατηρεί μόνιμα. Το μαλλί του ήταν κοντό και περιποιημένο, λες και μας πήγαιναν για βραδινή έξοδο. Και πού μας πήγαιναν, μήπως μας ενημέρωνε και ποτέ κανείς? Ανταλλάξαμε ένα εχθρικό βλέμμα και αυτό ήταν όλο· έπειτα έστριψε το κεφάλι του, κοιτάζοντας μόνιμα έξω.
Σε κάποια φάση, το λεωφορείο έκοψε ταχύτητα. Σταμάτησε και ο οδηγός σηκώθηκε απ' τη θέση του ανοίγοντας την πόρτα βιαστικά. "Περάστε όλοι έξω, θα κάνουμε ένα διάλειμμα μερικά λεπτά", ενημέρωσε... Κοίταξα εντυπωσιασμένος γύρω μου, παίρνοντας μια βαθιά εισπνοή καθαρού αέρα. Μύριζε φύση. Ήμασταν στη μέση τού πουθενά, ανάμεσα σε τροπικά δέντρα και πυκνή βλάστηση. Κανείς δεν μπήκε στον κόπο να ρωτήσει πού βρισκόμασταν ή πού πηγαίναμε, όλοι παρέμεναν ιδιαίτερα σιωπηλοί. Μονάχα ένας ζήτησε άδεια-βοήθεια για να κάνει την ανάγκη του και δύο τύποι τον οδήγησαν κάπου πίσω απ' το βαν. Στα αριστερά μου, ίσια μπροστά όπως κατεβαίνεις από την πόρτα τού λεωφορείου, υπήρχε απότομος γκρεμός και στο τέλος του, ένα ορμητικό ποτάμι. Πλησίασα προσεκτικά. Ακολούθησα την αρχή του με τα μάτια μου και κάπου ανάμεσα στις φυλλωσιές αυτής της ζούγκλας βρήκα τον καταρράκτη που τόση ώρα ακουγόταν στο ηχητικό υπόβαθρο τής σκηνής.. Λίγο πιο δεξιά μου στεκόταν κι αυτός, προσηλωμένος στο ποτάμι.
Κοιτάζοντάς τον, με κυρίευσε ξαφνικά ένα έντονο συναίσθημα οργής, σαν να μπήκε κάτι μέσα μου, με σκοπό να με ταρακουνήσει και να μου βγάλει προς τα έξω έναν άλλον εαυτό· έναν που μετά δυσκολίας μπορούσα να συγκρατήσω.. Μέσα στην ταραχή μου παρατήρησα ότι κι άλλοι είχαν εστιάσει τα βλέμματά τους πάνω του. Υπήρχε ένα δικαιολογημένο μίσος στην ατμόσφαιρα, σκέφτηκα· ήταν πλέον ξεκάθαρο. Την επόμενη στιγμή, ένιωσα την ανάγκη να κάνω κάτι γι' αυτό. Οι αναπνοές μου είχαν αρχίσει να γίνονται όλο και πιο έντονες, η οργή μου κορυφώθηκε. Δεν το σκέφτηκα πολύ παραπάνω και σαν μαριονέτα των συναισθημάτων μου έπραξα ό,τι ακριβώς μου έλεγαν. Έτρεξα κατά πάνω του, σήκωσα τα χέρια μου και, εκμεταλλευόμενος τις χειροπέδες, τού έσφιξα τον λαιμό με δύναμη και τον τράβηξα μαζί μου κάτω, στο ποτάμι.
Η σύγκρουση με το νερό ήταν απρόσμενα ανώδυνη! Σχεδόν δεν τη θυμάμαι, θα έλεγα.. Ο νους μου ήταν σ' εκείνον. Βγάζοντας το κεφάλι μου απ' το νερό, κοίταξα τριγύρω να δω τι απέγινε. Δε βρήκα κανένα ίχνος του, όταν ξαφνικά, τον είδα να ξεπροβάλει απ' τη μεριά τού καταρράκτη, κρατώντας ένα γιγαντιαίο κατάνα. Η λαβή του ήταν τεράστια ακόμα και για δύο χέρια και η λεπίδα του μακριά σαν τα κοντάρια μεσαιωνικής κονταρομαχίας! Ωστόσο, φαινόταν να το κρατάει με μεγάλη ευκολία, σημαδεύοντας και πλησιάζοντας προς το μέρος μου. Φοβήθηκα. Δεν είχα ελπίδα και το πλάνο μου να σκοτωθούμε και οι δύο είχε αποτύχει προ πολλού. Όταν έφτασε σε επικίνδυνη απόσταση, σταμάτησε. Δε μίλησε, μόνο σήκωσε ελαφρώς τα χέρια του και πέταξε το κατάνα μέσα στο νερό προς τη μεριά μου. Το σήκωσα. Ήταν όντως ελαφρύ για το μέγεθός του. Την επόμενη στιγμή, απ' το πουθενά, ο ίδιος κρατούσε ένα δεύτερο κατάνα, παρόμοιων διαστάσεων. Ωραία! Θα ήταν μια δίκαιη μάχη, σκέφτηκα.
Πήρα θέση επίθεσης. Το ίδιο κι εκείνος. Τον κοίταζα επίμονα στα μάτια με μίσος, όταν είδα το ίδιο, άρρωστο χαμόγελο με αυτό που είχε στο λεωφορείο, να ξεπροβάλλει σταδιακά στο πρόσωπό του. Αμέσως μετά, έκανε μερικά βήματα πίσω, σαν να ήθελε να πάρει φόρα. Έκανα κι εγώ. Το ποτάμι έμοιαζε, πλέον, πολύ ρηχό, μιας και ήμασταν όρθιοι και απ' τη μέση και πάνω εκτός νερού. Παρ' όλα αυτά, δε νομίζω ότι είχε φανεί περίεργο σε κανέναν απ' τους δυο μας εκείνη τη στιγμή.. Για ώρα, τρέχαμε ο ένας πάνω στον άλλον, χτυπώντας τα σπαθιά μας αλύπητα μεταξύ τους, ξανά και ξανά, και στη συνέχεια επιστρέφαμε πίσω στις θέσεις μας για να επαναλάβουμε τη διαδικασία. Περιέργως, ίδρωνα, μα δεν ένιωθα κουρασμένος. Ξαφνικά, ένα απ' τα δύο κατάνα λύγισε... Περισσότερη απ' τη μισή λεπίδα τινάχτηκε στον αέρα και βυθίστηκε μέσα στο νερό, μερικά μέτρια μακριά μας. Ήταν του δικού μου σπαθιού. Είχα μείνει άοπλος και με μηδενικές ελπίδες επιβίωσης, πλέον. Ωστόσο, η μάχη έπρεπε να συνεχιστεί. Στην επόμενη επίθεση σήκωσε το κατάνα ψηλά, σκοπεύοντας να με κόψει κάθετα στα δύο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, κατάφερα να τον σταματήσω πιάνοντάς το με το αριστερό μου χέρι. Η παλάμη μου μάτωσε, αλλά χωρίς πραγματική αίσθηση του πόνου. Ήταν η ευκαιρία μου. Σήκωσα απότομα το άλλο χέρι, με το οποίο κρατούσα ακόμη τη λαβή τού κατεστραμμένου κατάνα και χωρίς δεύτερη σκέψη τον κοπάνησα στο κεφάλι με δύναμη. Η κρούση με δόνησε ολόκληρο και ο ήχος που ακούστηκε ήταν λες και είχα χτυπήσει μέταλλο, με τσίγκινο τηγάνι! Έχασα ελαφρώς την ισορροπία μου και παραπάτησα προς τα πίσω. Ο ίδιος έδειξε να πονάει, αλλά ήταν ακόμη ακίνητος και σταθερός στην ίδια θέση. Δεν έχασα χρόνο, έκανα μισό βήμα μπροστά και ξαναχτύπησα με τη λαβή στο ίδιο σημείο άλλες δύο φορές. Η τελευταία "τηγανιά" αποδείχθηκε αποτελεσματική. Το καθίκι ζαλίστηκε, απελευθερώνοντας το κατάνα από τα χέρια του. Άφησα το σπαθί να φτάσει στον πυθμένα και κατέβασα το αριστερό μου χέρι μέσα στο νερό, κοκκινίζοντας όλη την περιοχή γύρω μου. Πίστευα πως είχα κερδίσει, δεν περίμενα να είχε συνέχεια όλο αυτό, αλλά έκανα λάθος. Σύντομα, ήταν και πάλι σε θέση να κάνει κίνηση και πριν προλάβω ν' αντιδράσω ένιωσα τα χέρια του να μου σφίγγουν τον λαιμό.
Προσπάθησα να τον σταματήσω, αλλά είχε ρίξει όλο το βάρος του πάνω μου και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχαμε βρεθεί και οι δύο κάτω απ' το νερό. Τιναζόμουν απότομα αριστερά-δεξιά προσπαθώντας να γλιτώσω, αλλά μάταια. Ένιωθα ήδη μια ολική δυσφορία. Θα μ' έπνιγε, ήμουν σίγουρος· ήταν απλά θέμα χρόνου. Η ελπίδα και η ψυχραιμία είχαν αρχίσει να μ' εγκαταλείπουν. Δεν ήξερα πώς να βρω την έξτρα δύναμη που χρειαζόμουν. Για καλή μου τύχη, το φως τού ήλιου και οι θόρυβοι της πρωινής καθημερινότητας δε μ' άφησαν να πεθάνω. Τα μάτια μου άνοιξαν λίγο πριν την ήττα, αλλά η αίσθηση της πίεσης και η ένταση της μάχης ήταν ακόμη εκεί...
26/10/22