12 Οκτωβρίου 2015

...φτάνει τα πάντα να μοιάζουν κανονικά


Η δουλειά έπρεπε να γίνει μυστικά. Δεν έπρεπε κανείς να με δει, κανείς να ξέρει.. Τριγυρνούσα για αρκετές ώρες στους δρόμους μόνος. Βιαστικός, αγχωμένος, αβέβαιος για το αν θα τα καταφέρω.. Ευτυχώς δεν κυκλοφορούσαν πολλοί εκεί έξω.. Ελάχιστοι ήχοι ακουγόντουσαν, πράγμα περίεργο για μια καθημερινή μέρα στην πόλη. Κάποια στιγμή βρέθηκα μέσα σ' ένα κτίριο, κάτι σαν εγκαταστάσεις εργοστασίου, αγνώστου αντικειμένου παραγωγής.. Γύρω μου όλα γκρι και σκουριασμένα. Η ακαταστασία και η σκόνη έμοιαζαν να βασιλεύουν αιώνες εκεί μέσα.. Οι μηχανές σταματημένες, μάλλον για αρκετό καιρό τώρα και το μέρος αισθητά αφιλόξενο και κρύο.. Τίποτα ενδιαφέρον, τίποτα που να σε κάνει να θες να μείνεις εκεί μέσα ούτε λεπτό παραπάνω.. Έφυγα. Η αναζήτησή μου συνεχίστηκε σ' ένα επίσης εγκαταλελειμμένο κτίριο, αρκετά μακριά απ' το κέντρο της πόλης, λίγο πιο έξω απ' το αεροδρόμιο. Έμοιαζε με πολυώροφη πολυκατοικία όπου στεγάζονταν γραφεία μεγάλων εταιριών ή κάτι τέτοιο. Ποτέ δεν έμαθα. Δεν κατάφερα να μπω μέσα ούτως ή άλλως, από παντού ήταν κλειστά με λουκέτα και χοντρές αλυσίδες, ακόμη και με μπάζα εργοταξίου.. Σύντομα έφυγα κι από 'κει, οδεύοντας προς την επόμενη τοποθεσία-σταθμό της "αποστολής" μου...
Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, από μέρος σε μέρος, όταν πια γύρισα σπίτι, έχοντας κάνει αυτό που έπρεπε να κάνω.. Όλα κύλησαν μια χαρά, χωρίς απρόοπτα, χωρίς κάποιος να με δει ή να καταλάβει.. Ή τουλάχιστον έτσι πίστευα. Έξω είχε ακόμη λίγο φως.. Αποφάσισα να ξαπλώσω για λίγο μιας και ένιωθα εξαντλημένος από όλη αυτή την περιπλάνηση.. Την επόμενη στιγμή, όταν άνοιξα τα μάτια μου μού φάνηκε πως είχαν περάσει κιόλας ώρες.. Κρύωνα. Ένας δυνατός αέρας έμπαινε στο σπίτι απ' την μπαλκονόπορτα που οδηγούσε στην αυλή λες και έκανε ρεύμα με την εξώπορτα του σπιτιού. Ένα περίεργο συναίσθημα με κυρίευσε. Λες να είχα ξεχάσει απλώς ανοιχτά μπαίνοντας ή μήπως μπήκε κανείς όσο κοιμόμουν? Κι αν με είδε κανείς και μ' ακολούθησε(?), αν έμαθαν(?), σκέφτηκα.. Πετάχτηκα πάνω σκουντουφλώντας από 'δω κι από 'κει, ζαλισμένος απ' τον ύπνο. Κινήθηκα προσεκτικά προς την κουζίνα και το μπάνιο τσεκάροντας την κάθε γωνία με τα μάτια γουρλωμένα λες και έψαχνα για κατσαρίδα. Αστείο το πόσο μεγάλο μου φάνηκε εκείνη τη στιγμή ένα σπίτι 60 τετραγωνικά.. Δε βρήκα τίποτα, όλα στη θέση τους και η πόρτα του σπιτιού κλειστή και απαραβίαστη. Κι όμως, εγώ συνέχιζα να έχω αυτό το περίεργο συναίσθημα, αυτό το κάτι απροσδιόριστο μέσα μου που δε μ' άφηνε να ησυχάσω.. -Όπως εκείνες τις φορές που έχεις ένα ανεξήγητο προαίσθημα πως κάτι κακό θα συμβεί σε λίγο και παρόλο που δεν επιβεβαιώνεται ποτέ εσύ παραμένεις σ' επιφυλακή, μέχρι τελικά να πεισθείς για το αντίθετο, όταν πια τα πάντα μοιάζουν κανονικά...- Αμέσως μετά ο νους μου πήγε στην μπαλκονόπορτα προς την οποία και κατευθύνθηκα. Μα καλά, πως ήταν δυνατόν να την είχα αφήσει ανοιχτή ενώ έπεσα για ύπνο, σκέφτηκα. (Ποτέ δεν κοιμάμαι πριν την κλείσω, γιατί μπαίνουν οι γάτες της γειτονιάς μέσα και σαν μικροί διαρρήκτες τρυπώνουν κρυφά στα ντουλάπια της κουζίνας και τα κάνουν όλα άνω κάτω!) Ο αέρας είχε πια σταματήσει.. Κοίταξα έξω προσεκτικά βγάζοντας μόνο το κεφάλι. Τίποτα ιδιαίτερο, όλα κανονικά...μέχρι που ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ..
Ντυμένη απλά, με ένα τζιν και ένα λευκό
t-shirt και τα μαλλιά σου πιασμένα όλα πίσω, πανέμορφη και γλυκιά όπως πάντα, ξεπήδησες αθόρυβα απ' το πουθενά έτοιμη να μου φτιάξεις τη διάθεση μ' ένα σου και μόνο χαμόγελο. Σε πρόλαβα με την άκρη του ματιού μου όταν πάτησες τα πόδια σου στο έδαφος, αφήνοντας τα κάγκελα που χώριζαν την αυλή από το δίπλα διαμέρισμα. Υπέθεσα πως θα ήσουν κρυμμένη εκεί από ώρα και παρότι το γειτονικό οικόπεδο έχει αρκετά μεγάλη διαφορά ύψους και μόνο με σκάλα θα μπορούσε κανείς να σκαρφαλώσει το διαχωριστικό τοιχάκι, δε μου είχε κάνει καθόλου εντύπωση το πως εσύ τα κατάφερες.. Έτρεξα να σ' αγκαλιάσω και να σε φιλήσω χωρίς να πω τίποτα. Για λίγα δευτερόλεπτα ηρέμησα. Καθησυχάστηκα πως εσύ θα ήσουν αυτή που μπήκε και άφησε ανοιχτά νωρίτερα, μα ούτε και γι' αυτό έκανα κάποια ερώτηση. Την επόμενη στιγμή μια νέα σκέψη ήρθε να με ταρακουνήσει και να με αγχώσει και πάλι χωρίς ουσιαστικό λόγο. Είχε γίνει σεισμός όσο κοιμόμουν, θυμήθηκα. Μα ακόμη και γι' αυτό δεν ήμουν σίγουρος αν όντως έτσι είχε γίνει ή αν απλώς το ονειρεύτηκα στον ύπνο μου. Μπαίνοντας και πάλι μέσα στο σπίτι το βλέμμα μου αμέσως έπεσε πάνω στη μικρή, διακοσμητική καμηλοπάρδαλη που είχα στημένη επάνω στο κομοδίνο, η οποία ήταν πεσμένη και αμέσως έσπευσα να τη βάλω στη θέση της. Άρα μάλλον ο σεισμός δεν ήταν ιδέα μου, επιβεβαίωσα τον εαυτό μου καθώς την πλησίαζα. Όλα έμοιαζαν κανονικά μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όλα έβγαζαν νόημα στο κεφάλι μου όταν ξαφνικά κάτι αφύσικο -μα ταυτόχρονα απόλυτα φυσιολογικό για τα δεδομένα της συγκεκριμένης ημέρας- έδωσε ένα ιδιαίτερο θα έλεγε κανείς ενδιαφέρον σ' ένα απλό και καθημερινό απόγευμα..
Το δωμάτιο, στον τοίχο της μπαλκονόπορτας
-πίσω δεξιά μου δηλαδή όπως στεκόμουν μπροστά στο κομοδίνο- είχε δύο λεπτές, ξύλινες πόρτες κοντά στις άκρες, βαμμένες σε μπεζ χρώμα, οι οποίες δεν είχαν κανένα λειτουργικό ρόλο· πέραν του ότι έγερναν κανονικά με μεντεσέδες, ακουμπώντας στους δύο διπλανούς τοίχους, κρύβοντας έτσι ό,τι μπορεί να υπήρχε στις γωνίες τους. Είχες π.χ. μία κιθάρα ή έναν καλόγερο ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων στο χώρο που δεν ήθελες για κάποιο λόγο να το βλέπεις πια(?), ε, μπορούσες άνετα να το κρύψεις στις γωνίες! Σκύβοντας λοιπόν να περιμαζέψω τη μικρή καμηλοπάρδαλη, μια γνώριμη αντρική φωνή ακούστηκε ξαφνικά από πίσω μου και αμέσως είδα δυο πόδια μ' ένα ελαφρύ άλμα να σταματάνε απότομα μπροστά μου, προσπαθώντας να μ' εντυπωσιάσουν. Ξαφνιασμένος γύρισα το κεφάλι μου και καθώς σηκωνόμουν ένα αυθόρμητο χαμόγελο χαράς απελευθερώθηκε στο πρόσωπό μου. Ήταν ένας παλιός φίλος, συμμαθητής απ' το δημοτικό που είχα να τον δω χρόνια, ο οποίος ξεπετάχτηκε πίσω μου, βγαίνοντας από μία απ' τις μπεζ πόρτες! Εσύ, στεκόσουν στο κατώφλι της μπαλκονόπορτας στηριγμένη στον ώμο σου και μας κοίταζες χαμογελαστή, με τα χέρια σταυρωτά σαν να το περίμενες.. Μάλλον ήξερες, μάλλον εσύ τον είχες φέρει μέχρι το σπίτι, φαντάστηκα κάνοντας μιας βιαστική σκέψη, χωρίς ποτέ ν' αναρωτηθώ το πώς μπορεί να γνωρίζεστε εσείς μεταξύ σας.. Αγκαλιές και γέλια γέμισαν το δωμάτιο χαρά και όλα αυτά ήταν απλά μια εισαγωγή για αυτό που θα επακολουθούσε.
Δεν έχασε χρόνο, μ' έπιασε μαλακά απ' το μπράτσο και με μια απότομη κίνηση με γύρισε
180 μοίρες πλάτη σ' εσένα. Πριν προλάβω να καταλάβω τι γίνεται τον είδα να κοιτάζει προς τις δύο περίεργες πόρτες και να κάνει νόημα με το χέρι του φωνάζοντας: "Έλα βγείτε, βγείτε!". Αμέσως οι πόρτες έγειραν ελαφρώς, χωρίς όμως ν' ανοίξουν τελείως, και άρχισαν να βγαίνουν από πίσω τους άνθρωποι, συμφοιτητές και φίλοι, αλλά και όχι μόνο.. Δεν τους μέτρησα και με το δάχτυλο, αλλά πρέπει να ήταν σίγουρα 5-6 άτομα από κάθε πόρτα(!), κρατώντας μία, όχι και τόσο φυσιολογική τούρτα θα έλεγε κανείς και τραγουδώντας μαζί το γνωστό τραγούδι των γενεθλίων.. Η τούρτα ήταν χωρισμένη στα δύο (καθώς και τα υπεράριθμα κεράκια πάνω της) και την κρατούσαν δύο άτομα από μισή, ένας σε κάθε γωνία. Ταυτόχρονα άρχισε να εμφανίζεται κόσμος στο δωμάτιο από παντού. Απ' το μπαλκόνι, απ' τη ντουλάπα του δωματίου, κάτω απ' το κρεβάτι, απ' την κουζίνα· από παντού! Γνωστά και άγνωστα πρόσωπα, ακόμα και κάποιοι ηλικιωμένοι! Ο χώρος γέμισε γύρω στα 20-30 άτομα μέσα σε μισό λεπτό και ούτε που ξέρω πώς χώρεσαν εκεί μέσα όλοι αυτοί.. Το πιο περίεργο απ' όλα, όμως, ήταν πως ήμουν αρκετά σίγουρος πως δεν είχα γενέθλια· ούτε εγώ, αλλά ούτε και κανείς άλλος εκεί μέσα που να ξέρω.. Παρ' όλα αυτά, παρέμεινα χαμογελαστός και εντυπωσιασμένος, απολαμβάνοντας την έκπληξη, έχοντας όμως συνάμα και μια περίεργη αίσθηση, λες και η όλη στιγμή ήταν μια διαδικασία τυπική και αναμενόμενη και κατά κάποιον τρόπο αναγκαία να συμβεί. Ωραία, και τώρα κάποιος πρέπει να σβήσει τα κεράκια, είπα μέσα μου καθώς τελείωνε το τραγούδι. Ούτε ευχές ούτε τίποτα, έκανα ένα σχεδόν-βήμα να πλησιάσω τις μισές τούρτες, αλλά αμέσως μετά είδα τα κεριά να σβήνουν από μόνα τους συγχρονισμένα, μ' ένα δικό μου αυθόρμητο, σιγανό ξεφύσημα ανακούφισης, το οποίο ούτε κι εγώ ξέρω πώς μου βγήκε.. Μάλλον γιατί πλέον είχα πεισθεί πως κανείς δεν ήξερε, κανείς δεν είχε δει τίποτα, ήταν όλα απλά στη φαντασία μου.. Θεώρησα αυτονόητο πως κάποιοι απ' τα παιδιά έσβησαν τα κεράκια, καθώς ήταν κάτι που έπρεπε με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να συμβεί, στα πλαίσια αυτής της τυπικής διαδικασίας..
Και έτσι και συνεχίστηκαν τα πράγματα.. Μετά το γενέθλιο τραγούδι ακολούθησαν αγκαλιές και ευχές, όχι με όλους, αλλά με όσους είχα εκεί γύρω πιο κοντά μου. -Μιλώντας πάντα για το τεράστιο 3x3 δωμάτιό μου.- Την επόμενη στιγμή, με θυμάμαι να φωνάζω να βάλουν την τούρτα στο ψυγείο μέχρι να τη φάμε, λες και δε θα έτρωγε κανείς ανάμεσα στα τόσα άτομα εκείνη την ώρα.. Με πρόλαβαν, τα κουταλάκια είχαν ήδη κάνει την εμφάνισή τους μέχρι που να προλάβω να τελειώσω τη φράση μου.. Έπειτα απ' αυτό το μόνο που άκουγες εκεί μέσα ήταν η βαβούρα του αμέτρητου κόσμου, ένα συνονθύλευμα από γέλια και φωνές, ανάμεσα στα οποία πού και πού ξεχώριζες και κάνα τσούγκρισμα πλαστικών -πάντα- ποτηριών..
Ακόμη δεν είχα χωνέψει το πόσοι ήμασταν στο σπίτι.. Άφησα για λίγο τις χαιρετούρες και κατευθύνθηκα προς την κουζίνα που ήταν κάπως πιο ήσυχα.. Έμεινα για μερικά δευτερόλεπτα μόνος.. Κοιτούσα παραξενεμένος τα πρόσωπα προσπαθώντας να τους αναγνωρίσω, διαπιστώνοντας τελικά ότι αρκετούς εκεί μέσα τους έβλεπα για πρώτη φορά.. Κι όμως, αυτοί με κάποιον τρόπο με ήξεραν.. Ή έτσι έδειχναν, έστω.. Λίγο μετά έκανα μία, χωρίς ουσιαστικό λόγο, απότομη αναστροφή, γυρνώντας και πάλι το κεφάλι μου προς το δωμάτιο. Το ηχοτοπίο της βαβούρας σταμάτησε ακαριαία λες και ήταν κομμάτι από cd που κόπηκε στη μέση. Έξω είχε πια νυχτώσει για τα καλά. Δεν κατάλαβα πόσες ώρες είχαν περάσει, όμως το πάρτι φαινόταν να είχε τελειώσει πολύ νωρίτερα.. Κανείς, όμως, δεν είχε φύγει. Το σπίτι ήταν πλέον γεμάτο ηττημένα απ' την κούραση σώματα και το μόνο που άκουγες ήταν οι ψίθυροι μερικών που, απ' ό,τι φαίνεται, δεν ήθελαν ακόμη τη νύχτα να τελειώσει.. Κοιμόντουσαν παντού· στα πατώματα, στον πάγκο της κουζίνας, στο μπάνιο, στην αυλή, οπουδήποτε είχε βρει ο καθένας λίγο χώρο για ν' ακουμπήσει το κεφάλι του (ή και όχι απαραίτητα).. Με μια γρήγορη ματιά γύρω σου μπορούσες να διακρίνεις αρκετά ζευγάρια ποδιών, αλλά και χεριών, να ξεπροβάλλουν άτακτα κάτω απ' το κρεβάτι, μέσα απ' τη ντουλάπα και σε διάφορα άλλα απίστευτα σημεία του χώρου.. Στο κρεβάτι δε και στις γωνίες πίσω απ' τις πόρτες ήταν στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, κανονικά σαν πτώματα πολέμου.. Και όλα αυτά, τη μέρα που υποτίθεται(!) πως είχα γενέθλια.. Έμεινα για λίγο ακόμα εκεί, όρθιος, ακίνητος, ψάχνοντας με τα μάτια μου να σε βρω μέσα στο πλήθος της εμπόλεμης ζώνης.. Μάταια. Μάλλον θα είχες ήδη απογειωθεί και εσύ για την ονειροχώρα μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες της βραδιάς.
Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί έγιναν όλα αυτά, μα ούτε και αναρωτήθηκα.. Το μόνο που ήξερα ήταν πως πια είχα ηρεμήσει, δεν ένιωθα άλλο τον κίνδυνο. Όλα έμοιαζαν εντάξει, όλα έμοιαζαν κανονικά..



10/9/15