19 Αυγούστου 2023

Η Πορεία τους.


Ήταν Σάββατο. Ή μήπως Κυριακή. Εκείνη τη στιγμή δεν είχε ακόμη την απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, αλλά για το μόνο που ήταν σίγουρος ήταν πως είχε ρεπό, γιατί δε σηκώθηκε από κάποιο απ' τα ξυπνητήρια του. Ένιωθε το κεφάλι του αρκετά βαρύ για να σηκωθεί αμέσως. Άπλωσε το χέρι του και έψαξε στα τυφλά το κινητό του, εκεί που το αφήνει πάντα. Τεντώθηκε λίγο παραπάνω, αλλά το βρήκε. Με το ένα μάτι ανοιχτό -κι αυτό όχι εντελώς- ξεκλείδωσε την οθόνη και τσέκαρε τα βασικά. Έξω ήταν μέρα, απ' ό,τι κατάλαβε. Το ρολόι έδειχνε σχεδόν 4:10 και με τη θερμοκρασία να πλησιάζει απειλητικά τους 35, δεν είχε και πολύ διάθεση για υπερβολές· θα ήταν μια ήσυχη μέρα.

Εκείνη αντιθέτως, είχε ξυπνήσει από πολύ πρωί. Ήταν γεμάτη ενέργεια και διάθεση ήδη από χθες το βράδυ, γιατί θα ξημέρωνε όμορφη μέρα για αυτήν και την παρέα της. Ετοίμασε βιαστικά τα πράγματά της και ίσα που πρόλαβε να αποχαιρετήσει τη νυσταγμένη γάτα της, όταν γύρω στις 8πμ ήρθαν τα παιδιά και την πήραν με το αμάξι. Φωνές, γέλια και χαρές, πάντα παρέα με ένα καφεδάκι· ο καθένας τους. Ξεκίνησαν το μικρό τους ταξιδάκι από νωρίς για να μην τους προλάβουν οι πολλές πολλές ζέστες στη διαδρομή. Φτάνοντας του έστειλε ένα χαμογελαστό καλημέρα. Φυσικά και ήθελε να του στείλει από νωρίτερα, αλλά ήξερε πως εκείνος το είχε ξενυχτήσει και δεν ήθελε να αφήσει την πιθανότητα να τον ξυπνήσουν τα μηνύματά της σε "υπερβολικά ακατάλληλη" ώρα. Τελικά, δεν τον ξύπνησαν ποτέ, άδικα το φοβόταν.

Όταν είδε το μήνυμά της, παρότι προφανέστατα δεν είχε την ίδια ενέργεια με εκείνη, της απάντησε με ένα εξίσου ευδιάθετο καλησπέρα. Σηκώθηκε να ρίξει λίγο νερό στα μούτρα του. Ετοίμασε πρωινό και κάθισε στο λάπτοπ του να συνέλθει. Κάτι λιγότερο από δύο ώρες αργότερα, έλαβε μήνυμα. "Πού είσαιιι?", του έγραφε εμφανώς ενθουσιασμένη. "Ξύπνησες, κατάφερες να ξεκουραστείς?", τον ρώτησε. Δεν έχασε δευτερόλεπτο, σταμάτησε ό,τι έκανε, πήρε το κινητό στα χέρια του και άρχισε να της γράφει. Ανταλλάξανε τα νέα τής ημέρας -ή μάλλον της νύχτας, για αυτόν- και του μοιράστηκε τη χαρά της για τις εμπειρίες που ζούσε τις τελευταίες ώρες με τους φίλους της. "Έπρεπε να ήσουν και εσύ εδώ μαζί μας", του είπε με μια (όχι και τόσο) κρυφή δόση παραπόνου, σε συνδυασμό με λίγο ναζί. Δεν είχε ξαναπάει σ' αυτά τα μέρη, όπως και οι περισσότεροι απ' τα παιδιά. Δεν ήθελε με τίποτα να τελειώσει αυτή η μέρα. Τι ειρωνεία, εκείνος με τον πονοκέφαλο που είχε δεν έβλεπε την ώρα να τελειώσει αυτή η Κυριακή! (Ναι, τελικά αποφάσισε, Κυριακή ήταν.) Παρ' όλα αυτά, την άφησε ελεύθερα να συνεχίσει να του γράφει για τις περιπετειώδεις διαδρομές τους μέσα στο πυκνό δάσος και γύρω απ' τη μικρούλα λίμνη. Χαιρόταν πάρα πολύ που του έστειλε, αλλά ταυτόχρονα έκρυβε και λίγο τον ενθουσιασμό του. Ήθελε να το αφήσει να περάσει σαν μια πιο καθημερινή τους επικοινωνία, γιατί ώρες ώρες την έπιαναν τα δικά της όταν συνειδητοποιούσε ότι ερχόντουσαν αισθητά πιο κοντά... Μια τέτοια σκέψη τώρα θα της ταρακουνούσε τη διάθεση ίσως και σίγουρα, απ' τη μεριά του, δε θα ήθελε να της το χαλάσει. Όχι, καλύτερα έτσι, πιο χαλαρά και ήρεμα.

Ο ήλιος είχε αρχίσει να πέφτει σιγά σιγά. "Έχει πόση ώρα που περπατάμε σε ένα μικρό μονοπάτι που βρήκαμε τυχαία! Μου αρέσει πολύ η συγκεκριμένη διαδρομή αλλά, μάλλον, δε μοιάζει να βγάζει κάπου", του έγραψε αστειευόμενη, ταυτόχρονα με μια μικρή δόση ανησυχίας. "Δεν πειράζει", της απάντησε εκείνος ψύχραιμα, συνοδεύοντας τις λέξεις του με ένα χαμογελάκι. "Δε χρειάζεται κάθε ταξίδι να έχει ξεκάθαρο προορισμό· αρκεί που έχει πορεία και που την απολαμβάνεις."