29 Ιουνίου 2014

Chipaffy's Journey (Extended)

Και επιστρέφω μετά από κάμποσο καιρό λοιπόν, με μια αναδημοσίευση ενός παραμυθιού που είχα γράψει πριν χρόνια (2010), έχοντας προσθέσει σ' αυτό την αφήγηση! :) Και με μόνη ουσιαστική διαφορά το κλείσιμο.. Όλα αυτά, στα πλαίσια ενός μαθήματος που έχουμε στη σχολή ονόματι "Μουσική Παιδαγωγική Θεωρία και Πράξη" σαν τελική εργασία στην εξεταστική Φεβρουαρίου το 2013.. Δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά αφού έκανα τον κόπο και το ετοίμασα τότε, είπα να το μοιραστώ και μαζί σας τώρα. :) Μπορείτε να δείτε και το original εδώ αν θέλετε. Καλή ακρόαση και καλό μας καλοκαίρι!

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μαγεμένο δάσος όπου βασίλευε η αγάπη, υπήρχε μια μικροσκοπική καλύβα στην οποία ζούσαν τρεις γέροι νάνοι και ένας πελεκάνος. Το δάσος αυτό δεν υπήρχε σε κανένα χάρτη, με αποτέλεσμα κανείς να μη μπορεί να ενοχλήσει τη γαλήνια ζωή των πλασμάτων που ζούσαν εκεί. Οι νάνοι λοιπόν, με τη βοήθεια του πελεκάνου, πραγματοποιούσαν ευχές στα ζώα του δάσους που τους χρειάζονταν...
Ένα κρύο βράδυ του χειμώνα ένα περίεργο γράμμα έφτασε στην πόρτα του φτωχικού τους. "Παρακαλώ πολύ, θα ήθελα ν' αποκτήσω ένα αδερφάκι", έγραφε. Ήταν σταλμένο απ' την οικογένεια κουνελιών, Πίτμπερρυ. Βέβαια, το γράμμα ήταν μάλλον από το μικρό, κίτρινο κουνελάκι Μπέννυ, που ήταν και το μοναδικό παιδί τους, αλλά οι νάνοι είχαν την υποχρέωση να πραγματοποιούν κάθε ευχή που τους ερχόταν. Έτσι, το επόμενο πρωί ο πελεκάνος ξεκίνησε με ένα σακούλι δεμένο στο δεξί του πόδι να πάει στην οικία Πίτμπερρυ. Μόλις έφτασε εκεί, το άφησε γρήγορα και αφού χτύπησε τρεις φορές την πόρτα έφυγε. Όταν όμως η μητέρα του Μπέννυ άνοιξε την πόρτα αντίκρισε κάτι που την ξάφνιασε... Αμέσως έτρεξε μέσα ν' ανακοινώσει τα νέα και στους υπόλοιπους. Ο Μπέννυ δεν μπορούσε να σταματήσει να χοροπηδάει απ' τη χαρά του και να κάνει κύκλους γύρω απ' το τραπέζι. Πρέπει να 'χει γίνει κάποιο λάθος, είπε η μητέρα σιγανά και άνοιξε το σακούλι πάνω στο τραπέζι. Αμέσως, τα χοροπηδητά σταμάτησαν. Έμειναν για λίγη ώρα σκεπτικοί όταν ακούστηκε η φωνή του πατέρα να λέει: "Όπως και να 'χει θα το κρατήσουμε. Δεν μπορούμε ν' αρνηθούμε ένα δώρο της φύσης."
Ήταν ένα μικρό πιθηκάκι που μάλλον είχε μπει κατά λάθος στο σακούλι που προοριζόταν για τους Πίτμπερρυ. Αυτό βέβαια είχε στεναχωρήσει λίγο το κίτρινο κουνελάκι στην αρχή, αλλά υποσχέθηκε να μάθει ν' αγαπάει τον Τσιπαφφί, όπως τον ονόμασαν, σαν να ήταν πραγματικός του αδερφός. Οι μέρες περνούσαν όμορφα και τα δύο αδερφάκια είχαν αρχίσει να δένονται όλο και πιο πολύ όσο μεγάλωναν. Μια μέρα όμως, ο μικρός Τσιπαφφί παρατήρησε κάτι που του δημιούργησε μία απορία. Κοιτάζοντας μια οικογενειακή φωτογραφία στο σπίτι είδε πως όλοι έμοιαζαν μεταξύ τους εκτός από αυτόν και αμέσως έτρεξε στη μητέρα του. Μαμά, εγώ γιατί δε μοιάζω μαζί σου, ρώτησε. Τότε η μητέρα του τον κοίταξε κατάματα με το πιο γλυκό της βλέμμα και μη μπορώντας να του πει ψέματα, του διηγήθηκε όλη την ιστορία απ' την αρχή... Ο Τσιπαφφί αρνήθηκε λίγο να το πιστέψει, αλλά ξανα-κοιτώντας την φωτογραφία κατάλαβε πως η μητέρα του του έλεγε την αλήθεια. Της χαμογέλασε και αφού την αγκάλιασε έφυγε σιωπηλός προς το δωμάτιό του. Το επόμενο πρωινό πήρε μια σοβαρή απόφαση. Θα έπαιρνε μερικά απαραίτητα πράγματα μαζί του και θα πήγαινε να βρει τους πραγματικούς του γονείς, χωρίς να το μάθει κανείς. Όμως δεν μπορούσε να πάει μόνος του σ' ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, έπρεπε κάποιος να τον βοηθήσει. Και ήξερε ποιον μπορούσε να εμπιστευτεί. Πριν καλά καλά ξημερώσει λοιπόν, πήγε και ξύπνησε το Μπέννυ και του είπε βιαστικά το σχέδιό του... Ο Μπέννυ αγαπούσε τόσο πολύ το μικρό του αδερφάκι που δέχτηκε αμέσως. Έτσι, ξεκίνησαν να περιπλανιούνται μέσ' στο δάσος με πρώτο σκοπό να βρουν την καλύβα των νάνων..
Πέρασαν ώρες κάνοντας κύκλους χωρίς αποτέλεσμα και είχαν εξαντληθεί αρκετά, όταν για καλή τους τύχη πέτυχαν στο δρόμο τον πελεκάνο, ο οποίος τους έδειξε το δρόμο για το σπίτι των σοφών. Όταν έφτασαν εκεί, ο Τσιπαφφί μπήκε διστακτικά μέσα έτοιμος ν' αντικρίσει την όποια αλήθεια για το παρελθόν του. Οι σοφοί μόλις τον είδαν κατάλαβαν αμέσως το λόγο για τον οποίο τους είχε επισκεφτεί. Μπορείτε να μου πείτε που βρίσκονται οι αληθινοί μου γονείς, ρώτησε. Ο πιο γέρος απ' τους νάνους τότε του είπε με βροντερή φωνή: "Η απάντηση στο ερώτημα σου είναι άγνωστη. Οι πραγματικοί σου γονείς ζουν κάπου έξω απ' το δάσος και πέρα απ' τη θάλασσα. Πρέπει να ταξιδεύεις μήνες και μήνες κολυμπώντας αν θες να τους βρεις. Σου ζητούμε συγγνώμη για το λάθος που κάναμε τότε, αλλά αυτό είναι πέρα απ' τις δυνάμεις μας και δε μπορούμε να σε βοηθήσουμε περισσότερο. Καλή σου τύχη." Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο μικρός Τσιπαφφί στεναχωρήθηκε πάρα πολύ και έφυγε απ' την καλύβα με σκυφτό το κεφάλι. Μη έχοντας άλλη επιλογή, τα δύο αδερφάκια πήραν το δρόμο της επιστροφής... Οι γονείς τους είχαν ανησυχήσει και μόλις τους είδαν έβαλαν τις φωνές, αλλά κανείς τους δεν είπε τίποτα για ό,τι συνέβη.
Πέρασε αρκετός καιρός απ' το γεγονός, αλλά ο Τσιπαφφί δεν το 'βγαζε απ' το μυαλό του. Και ένα πρωί κάτι ξαφνικό συνέβη στην οικογένεια Πίτμπερρυ. Έψαχναν παντού, αλλά ο Τσιπαφφί δεν ήταν πουθενά. Μα που να 'χει πάει, σκέφτηκε ο Μπέννυ, όταν ξαφνικά θυμήθηκε... Αμέσως, έτρεξε έξω απ' το σπίτι και έξω απ' το δάσος, εκεί όπου ξεκινούσε η θάλασσα. Και τότε τον είδε. Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε, αλλά είχε ήδη φτάσει πολύ μακριά για να επιστρέψει πια. Και πλέον ο μικρός Μπέννυ δε μπορούσε να κάνει τίποτα. Ήξερε όμως ότι αυτό ήταν που πραγματικά ήθελε ο αγαπημένος του αδερφός. Έτσι λοιπόν, του ευχήθηκε καλή τύχη και καλό ταξίδι με όλη του την καρδιά και έμεινε να τον κοιτάζει μέχρι που χάθηκε στο φως του ήλιου...
Οι επόμενες ημέρες κύλησαν πολύ δύσκολα για το κίτρινο κουνελάκι και την οικογένειά του. Δεν ήταν δα και εύκολο να ξεχάσουν έτσι απλά τον Τσιπαφφί που τόσο αγάπησαν! Έπρεπε όμως να σεβαστούν την απόφασή του. Και έτσι έκαναν.
Και οι μήνες περνούσαν όταν μια περίεργη βροχερή νύχτα ο Μπέννυ ξύπνησε μέσ' στον ύπνο του ακούγοντας τη φωνή του μικρού του αδερφού να τον καλεί από μακριά! Πετάχτηκε πάνω και δίχως να το σκεφτεί πολύ έτρεξε με ορμή στην είσοδο του σπιτιού και άνοιξε την πόρτα. Δυστυχώς όμως δεν είδε τίποτα, απόλυτη ησυχία επικρατούσε στο δάσος. Μετά από λίγο, βγήκαν έξω και οι γονείς του που μόλις είχαν ξυπνήσει λόγο της φασαρίας και ανησύχησαν. Και τότε ξαφνικά, εμφανίστηκε! Ήταν ο Τσιπαφφί, αλλά δεν ήταν μόνος του. Είχε επιστρέψει μαζί με τους γονείς του! Ο Μπέννυ πέταξε απ' τη χαρά του και αμέσως έτρεξε να τον αγκαλιάσει. Ήταν ένα ταξίδι που έπρεπε να κάνω, μα τώρα γύρισα και δε θα σας αφήσω ποτέ ξανά, είπε το μικρό πιθηκάκι. Η βραδιά γέμισε χαμόγελα και μετά ακολούθησε οικογενειακό γλέντι που συνεχίστηκε μέχρι το ξημέρωμα! Την επόμενη μέρα δε, έχτισαν μια ακόμα καλύβα δίπλα ακριβώς στην οικεία Πίτμπερρυ και αποφάσισαν πως θα μείνουν εκεί όλοι μαζί, χαρούμενοι για πάντα! Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.