Η ώρα πρέπει να πλησίαζε 1πμ και το κέντρο τής πόλης γεμάτο φώτα και φασαρία. Ο Γάμα κοιτούσε εκνευρισμένος το ποτήρι στα χέρια του, αλλά δε μιλούσε. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του πως δε θα σχολιάσει τίποτα, μιας και η κουβέντα δεν ήταν της ώρας.. Ο Κάπα απ' την άλλη, έχοντας αντιληφθεί την ανήσυχη ατμόσφαιρα, άρχισε να λέει διάφορα, προσπαθώντας να ψαρέψει κουβέντες και να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση. Ο συνοδηγός άκουγε και σε κάθε του απάντηση μετρούσε πολύ προσεκτικά τα λόγια του· δεν ήθελε να τον φουντώσει ή να του αποσπάσει την προσοχή. Δυστυχώς, όμως, μια-δυο προτάσεις τού Κάπα ως προς το κατά πόσο μπορεί να εξασφαλίσει μια ασφαλής επιστροφή όντας σε αυτήν την κατάσταση, πυροδότησαν ανεπανόρθωτα την ψυχραιμία του. Τι να μου αποδείξεις ρε φίλε, μετά από τόσα χρόνια τώρα θα σε μάθω, του είπε και συνέχισε. Μεταξύ μας μιλάμε τώρα και έτσι κι αλλιώς ήδη αυτό που έγινε στο ξεκίνημα της διαδρομής λέει πολλά. Τι έγινε στο ξεκίνημα, ρώτησε ο Κάπα με απορία... Αποκλείεται να έγινε κάτι τέτοιο πριν μισή ώρα, θα το θυμόμουν, αντέδρασε μετά από λίγο, ακούγοντας την ιστορία από τον Γάμα. Αυτό ήταν αρκετό. Οι εντάσεις κλιμακώθηκαν απότομα και η συζήτηση ξέφυγε εντελώς από τα πλαίσια που ήλπιζε να την κρατήσει ο Γάμα. Στη συνέχεια, ο Κάπα έβγαλε το κινητό του να τηλεφωνήσει στη Φι, για επιβεβαίωση. Δεν μπορούσε να το χωνέψει ο νους του. Τι κάνεις τώρα, τον ρώτησε ο Γάμα εκνευρισμένος. Δηλαδή σου λέω ψέματα?! Άσε το κινητό και συγκεντρώσου να επιστρέψουμε· αν μη τι άλλο αυτό που κάνεις με προσβάλλει, είπε κλείνοντας. Τελικά τηλεφώνησε, αλλά ευτυχώς το έκλεισε σύντομα, παίρνοντας την επιβεβαίωση που ο ίδιος δεν περίμενε..
Η σκηνή δεν τελείωσε εκεί, όταν σε μια αργοπορημένη προσπάθεια να βάλει το κινητό πίσω στην τσέπη του, έπεσαν οι πρώτες κόρνες από τα οχήματα της ουράς, στο φανάρι που τους είχε πιάσει. Πίσω τους ακριβώς, ένας ταξιτζής εν ώρα εργασίας, τον οποίο, δυστυχώς, ο Κάπα άκουσε να βρίζει απ' το παράθυρο. Δεν ήθελε πολύ, τα νεύρα του χτύπησαν κόκκινο. Τον κοίταξε απ' τον καθρέφτη με ένα δολοφονικό βλέμμα και αμέσως άρχισε να κορνάρει ειρωνικά, αλλάζοντας ταυτόχρονα απότομα ταχύτητα, παίζοντας με το γκάζι και το φρένο.. Τι κάνεις στη μέση τού κεντρικού ρε φίλε, τον ρώτησε θυμωμένα ο Γάμα. Αφού δεν έχουμε δίκιο, άσε τις κόντρες και πάμε να φύγουμε, συνέχισε ξεφυσώντας. Άσε με ρε, απάντησε εκείνος εκνευρισμένα, έχοντας εστιάσει στο όχημα πίσω τους. Την επόμενη στιγμή, ο Γάμα είδε το αμάξι να βγαίνει ελαφρώς εκτός πορείας, γέρνοντας προς το αντίθετο ρεύμα. Αντανακλαστικά άπλωσε το χέρι του και ίσιωσε το τιμόνι, χωρίς δεύτερη σκέψη. Συγκεντρώσου εδώ ρε φίλε, του είπε μάταια.. Η κατάσταση είχε ξεφύγει. Ολονών τα βλέμματα τριγύρω είχαν στραφεί πάνω τους. Ευτυχώς, η προσπάθεια εξαγρίωσης του ταξιτζή απέτυχε. Αφού ανταλλάξανε μερικά κορναρίσματα, ο ταξιτζής με την πρώτη ευκαιρία τους προσπέρασε και εξαφανίστηκε. Η φορτισμένη ατμόσφαιρα στο αυτοκίνητο μέσα συνεχίστηκε για ώρα, παρότι και οι δύο πλέον είχαν ρίξει τους τόνους. Ο Κάπα πλέον οδηγούσε αισθητά πιο εκνευρισμένα, αλλά τουλάχιστον είχαν ξεφύγει την πολλή κίνηση του κέντρου. Τα δύσκολα πέρασαν, σκεφτόταν ο Γάμα, κοιτώντας το ποτήρι με τη βότκα. Λίγο παρακάτω, όταν πια ξεπέρασε το σκηνικό με το ταξί, ο Κάπα, επέστρεψε πίσω στην κουβέντα με τη Φι και το ξεπαρκάρισμα.. Πώς είναι δυνατόν να μην μπορώ να το θυμηθώ, αναρωτιόταν. Δε γίνεται να έχω ξεχάσει κάτι που συνέβη πριν λίγο, επαναλάμβανε ξανά και ξανά. Αυτό και μόνο κάτι θα έπρεπε να σου λέει, του απάντησε με ύφος ο Γάμα. Και στο κάτω κάτω, ξέχνα το, ξεκόλλα, τι σημασία έχει τώρα, του είπε στρέφοντας το κεφάλι του έξω απ' το παράθυρο, σε μια διάθεση να κόψει εκεί τη συζήτηση.
Λίγα δευτερόλεπτα μετά, παίρνοντας μια δεξιά στροφή απότομα, το αμάξι πέφτει πλαγιομετωπικά πάνω στη διαχωριστική νησίδα και αμέσως επανέρχεται στην πορεία του κανονικά, σαν δυο συγκρουόμενα σε λούνα παρκ. Για καλή τους τύχη, εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχαν άλλα οχήματα τριγύρω. Ο Γάμα, κουρασμένος απ' την όλη κατάσταση, δεν είπε κουβέντα. Οι λέξεις έμοιαζαν να είχαν χάσει παντελώς την αξία τους. Εντάξει, αυτό θα το θυμάμαι σίγουρα, είπε ο Κάπα, με μια δόση χιούμορ στη φωνή του. Ωραία, του απάντησε ο άλλος. Χαλάρωσε ρε, θα επιστρέψουμε μια χαρά, δε θα πεθάνεις σήμερα, συνέχισε ο Κάπα αστειευόμενος, προσπαθώντας να ελαφρύνει το κλίμα... Από εκείνο το σημείο και μετά, αντάλλαξαν ελάχιστες κουβέντες και όλα κύλησαν ομαλά, μέχρι το τελικό παρκάρισμα. Κατεβαίνοντας απ' το αμάξι, ο Γάμα πέταξε το ποτό σε κάτι χορτάρια, απορώντας για άλλη μία φορά, για τον λόγο που το είχε κρατήσει τόση ώρα εξαρχής. Στη συνέχεια πήγε να τσεκάρει το αμάξι, αν και πλέον είχε μικρή σημασία το πόσο μεγάλο ήταν το βαθούλωμα από το τρακάρισμα. Δεν έπαθε τίποτα, μην ανησυχείς, του είπε ο Κάπα.
Επιστρέφοντας με τα πόδια προς τα πίσω, κάθισαν κανένα μισάωρο έξω από μια τράπεζα και το συζητήσανε για λίγο ακόμα... Χωρίς νόημα. Ο Λάμδα ενημέρωσε πως θα φύγει πίσω για Χαλκιδική, τελικά, και ο Γάμα με τη σειρά του, ενημέρωσε τον Κάπα πως δε θα πάνε μαζί στο Roadhouse να βρούνε τα παιδιά, όπως έλεγε το πλάνο. Κλείσανε κάπως απότομα την κουβέντα και ο Γάμα έφυγε μόνος προς το μαγαζί, παρέα με τις σκέψεις του..
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου