Να, να ήσουν εδώ, να ερχόσουν τυχαία να καθόσουν δίπλα μου εκεί που τυχαία θα καθόμουν μόνος μου και θα κοίταζα το πιο υπέροχο τοπίο με τα πόδια μου να κρέμονται και σχεδόν ν' αγγίζουν το νερό. Έτσι λίγο, σχεδόν να τα λέγαμε, καθώς πλέον μαζί θα κοιτούσαμε το τέλειο τίποτα. Και συνάμα, τυχαία, θα φυσούσε όπως πρέπει. Όπως στις ταινίες που ο φωτισμός και ο αέρας έρχονται πάντα από τις τέλειες γωνίες. Να έτσι, να σ' ακούσω να με ρωτάς τ' αυτονόητα και μετά να πήγαινες πάλι στην τύχη απ' όπου ήρθες χωρίς να πούμε αντίο και γιατί..
Και σχεδόν ήρθες.
Μια φορά να σ' έπαιρνα, καταλάθος πάντα, τηλέφωνο και εκεί που (δε) θα το περίμενα να το σήκωνες και τυχαία να ήθελες και εσύ εκείνη την ώρα να με πάρεις. Και μετά ν' ανοίγαμε κουβέντα. Και στην τελική ας μη λέγαμε πολλά, ας κρατούσαμε απλά το ακουστικό κολλημένο στο αυτί με λαχτάρα, έτσι σαν να θα θέλαμε να λέγαμε πολλά. Και σχεδόν θα μιλούσαμε, όπως και να 'χει, και ας ερχόταν γρήγορα η ώρα για να κλείσεις. Γιατί δε μπορείς να κλείσεις ένα τέτοιο τηλεφώνημα επειδή απλά έκλεισες το τηλέφωνο.. Και σχεδόν θα είχες μάθει τα νέα μου ακόμη και αν δεν είχα προλάβει να στα πω. Και μετά από ώρα θα έκλεινε πια ουσιαστικά το τηλέφωνο. Θα είχαμε πολλά άλλα να κάνουμε ο καθένας μας οπότε δε θα ξανά μιλούσαμε για κάμποσο, για όσο, δεν πειράζει, έτσι θα έπρεπε.
Και σε σχεδόν σου τηλεφώνησα.
Και άμα πάλι είχες κι άλλο κουράγιο πέρα απ' αυτό που σου εξάντλησα, ας ανέβαινες στην ταράτσα και ας φώναζες με όλη σου τη δύναμη πόσο πολύ θα ήθελες να γυρίσω και ας με ρωτούσες αν ήθελα και εγώ. Η μάλλον ας φώναζες πιο δυνατά ακόμα, με τη ψυχή σου την ίδια. Και τότε να 'σαι σίγουρη, θα σ' άκουγαν οι γείτονες όλοι και θα το λέγαν στους γείτονές τους. Θα σ' άκουγαν οι διπλανές πολυκατοικίες και θα το 'λεγαν στις διπλανές τους. Θα σ' άκουγε η γειτονιά ολόκληρη και θα το μάθαιναν και οι γειτονιές της. Και από τουρίστα σε τουρίστα, από πλανόδιο σε ταξιδιώτη, θα το μάθαινε η πόλη ολόκληρη και οι γειτονικές της. Μα θα 'πρεπε να συνεχίζεις να φωνάζεις εσύ, για να ταξιδεύει η φωνή ακούραστη, για ν' αντέξει η θέληση στο χρόνο.. Και από πόλη σε πόλη, από τούνελ σε λίμνες και ποτάμια, να 'σαι σίγουρη, θα 'φτανε τελικά η φωνή σου ως τ' αυτιά μου. Θα 'φτανε καθώς και εγώ, τελείως πάντα τυχαία, θα φώναζα όλο αυτό το διάστημα το ίδιο. Απ' τη δική μου ταράτσα. Και είμαι σίγουρος, θα 'φτανε η φωνή μου ως εκεί.
Και σχεδόν σε άκουσα να θες..
Όχι ότι δε μ' αρέσει ο καλός καιρός, αλλά να, άμα είναι να βρέχει ας βρέχει σωστά και όχι μια σχεδόν βροχή που σταματάει πριν καλά καλά ξεκινήσει! Όχι πότε πότε βροχή και πότε πότε ήλιο, όχι βροχή μέσ' στη λιακάδα και ήλιο εκεί που βρέχει.. Το ημερολόγιο ξεφυλλίζει το Σεπτέμβρη μέρες τώρα, αλλά το καλοκαίρι ακόμη σχεδόν για να τελειώσει.. (Το ίδιο και οι καλοκαιρινές μου αλλεργίες, το ίδιο και εσύ.)..
Και σχεδόν ήρθες.
Μια φορά να σ' έπαιρνα, καταλάθος πάντα, τηλέφωνο και εκεί που (δε) θα το περίμενα να το σήκωνες και τυχαία να ήθελες και εσύ εκείνη την ώρα να με πάρεις. Και μετά ν' ανοίγαμε κουβέντα. Και στην τελική ας μη λέγαμε πολλά, ας κρατούσαμε απλά το ακουστικό κολλημένο στο αυτί με λαχτάρα, έτσι σαν να θα θέλαμε να λέγαμε πολλά. Και σχεδόν θα μιλούσαμε, όπως και να 'χει, και ας ερχόταν γρήγορα η ώρα για να κλείσεις. Γιατί δε μπορείς να κλείσεις ένα τέτοιο τηλεφώνημα επειδή απλά έκλεισες το τηλέφωνο.. Και σχεδόν θα είχες μάθει τα νέα μου ακόμη και αν δεν είχα προλάβει να στα πω. Και μετά από ώρα θα έκλεινε πια ουσιαστικά το τηλέφωνο. Θα είχαμε πολλά άλλα να κάνουμε ο καθένας μας οπότε δε θα ξανά μιλούσαμε για κάμποσο, για όσο, δεν πειράζει, έτσι θα έπρεπε.
Και σε σχεδόν σου τηλεφώνησα.
Και άμα πάλι είχες κι άλλο κουράγιο πέρα απ' αυτό που σου εξάντλησα, ας ανέβαινες στην ταράτσα και ας φώναζες με όλη σου τη δύναμη πόσο πολύ θα ήθελες να γυρίσω και ας με ρωτούσες αν ήθελα και εγώ. Η μάλλον ας φώναζες πιο δυνατά ακόμα, με τη ψυχή σου την ίδια. Και τότε να 'σαι σίγουρη, θα σ' άκουγαν οι γείτονες όλοι και θα το λέγαν στους γείτονές τους. Θα σ' άκουγαν οι διπλανές πολυκατοικίες και θα το 'λεγαν στις διπλανές τους. Θα σ' άκουγε η γειτονιά ολόκληρη και θα το μάθαιναν και οι γειτονιές της. Και από τουρίστα σε τουρίστα, από πλανόδιο σε ταξιδιώτη, θα το μάθαινε η πόλη ολόκληρη και οι γειτονικές της. Μα θα 'πρεπε να συνεχίζεις να φωνάζεις εσύ, για να ταξιδεύει η φωνή ακούραστη, για ν' αντέξει η θέληση στο χρόνο.. Και από πόλη σε πόλη, από τούνελ σε λίμνες και ποτάμια, να 'σαι σίγουρη, θα 'φτανε τελικά η φωνή σου ως τ' αυτιά μου. Θα 'φτανε καθώς και εγώ, τελείως πάντα τυχαία, θα φώναζα όλο αυτό το διάστημα το ίδιο. Απ' τη δική μου ταράτσα. Και είμαι σίγουρος, θα 'φτανε η φωνή μου ως εκεί.
Και σχεδόν σε άκουσα να θες..
Όχι ότι δε μ' αρέσει ο καλός καιρός, αλλά να, άμα είναι να βρέχει ας βρέχει σωστά και όχι μια σχεδόν βροχή που σταματάει πριν καλά καλά ξεκινήσει! Όχι πότε πότε βροχή και πότε πότε ήλιο, όχι βροχή μέσ' στη λιακάδα και ήλιο εκεί που βρέχει.. Το ημερολόγιο ξεφυλλίζει το Σεπτέμβρη μέρες τώρα, αλλά το καλοκαίρι ακόμη σχεδόν για να τελειώσει.. (Το ίδιο και οι καλοκαιρινές μου αλλεργίες, το ίδιο και εσύ.)..