Είχε φορέσει τα καλά του, αυτήν τη φορά θα τα κατάφερνε...
Αυτός πήγαινε μπροστά. Εκείνη από πίσω. Είχε σκυμμένο το κεφάλι, στιγμή δεν κοίταξε, όμως ήξερε... Την ένιωθε. Το είχαν ήδη ξεκαθαρίσει προ πολλού όμως αυτή εκεί.. Και αυτός? Όχι, αυτός δεν θα έλεγε τίποτα τώρα, απλά προχωρούσε με σταθερά, όλο και πιο κουρασμένα βήματα σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια υπομονής..
Ώρες είχαν περάσει μέσα σ' αυτό το φρικιαστικά σιωπηλό, γεμάτο υγρασία, αφιλόξενο υπόνομο και όμως, δεν το έβαζε κάτω. Ούτε και αυτή. Φως ελάχιστο, όλο και λιγότερο. Στροφές δεξιά, στροφές αριστερά, όλα έμοιαζαν ίδια, πάντα ίδια. Λασπόνερα, σωλήνες παντού και μερικά ποντίκια, ψόφια ενίοτε. Αυτή ήταν η θέα που είχε να του προσφέρει αυτός ο χαοτικός λαβύρινθος σε κάθε του στροφή, σε κάθε του προσπάθεια για αλλαγή.. Ήθελε. Έψαχνε. Τρόπο, λύση, διαφυγή.. Κάτι, κάτι.. Ένα δείγμα εξόδου, μια καθησυχαστική σκέψη, ένα νόημα στην παράνοιά του..
Είχε κουραστεί πλέον. Το ένιωθε στο ασήκωτο βήμα, το άκουγε στην ανάσα του, το έβλεπε στις σταγόνες απ' το μέτωπό του, που έκαναν η μία μετά την άλλη ελεύθερη πτώση μέσα στα βρόμικα νερά του ατελείωτου αυτού υπονόμου. Το έβλεπε, το έβλεπε.. Το έβλεπε και αυτή.. Η υπομονή του είχε από ώρα πάρει αντίθετη κατεύθυνση.. Και η ελπίδα επίσης. Ήταν ήδη πολύ μακριά για να κάνει κάτι..
Ξαφνικά σταμάτησε. Το ίδιο και εκείνη. Αυτό ήταν. Λύγισε. Γονάτισε και στήριξε τα χέρια του στα γόνατά του σε μια κίνηση απελπισίας. Παρέμεινε σιωπηλός, ούτε ανάσα. Μετά από λίγο ξανασηκώθηκε. Δεν άντεξε άλλο, γύρισε. Την κοίταξε κατάματα αγανακτισμένος.
Αυτή, έμοιαζε τόσο γαλήνια. Έλαμπε από παντού. Μ' ένα περίεργο φως όμως, απ' αυτά που δε φωτίζουν τα πάντα, μόνο γύρω τους.. Σαν να είχε καταπιεί έναν μικρό ήλιο σε μέγεθος μπάλας του τένις και ίσα ίσα που ξεχώριζες το φως του έξω απ' το δέρμα της. Ήταν ντυμένη στα λευκά μ' ένα μεταξένιο φουστανάκι, πανέμορφη όπως πάντα και τον κοίταζε και αυτή χωρίς να πει κουβέντα μ' ένα βλέμμα απορίας και μια δόση απάθειας.. Αιωρούνταν φυσικά, όπως κάθε σωστό πνεύμα και περίμενε..
"Εξαφανίσου!", πρόσταξε. "Σταμάτα να μ' ακολουθείς! Θέλω επιτέλους να ησυχάσω, να μπορέσω να κοιμηθώ"... Και έπειτα αυτή χάθηκε. Σε δευτερόλεπτα χάθηκαν όλα, ο υπόνομος, τα ποντίκια, οι μυρωδιές, οι σωλήνες, τα νερά, όλα. Κοίταξε το ταβάνι του δωματίου του. Ξεφύσηξε και πήρε μια βαθιά ανάσα..
Ήθελε. Έψαχνε. Ένα δείγμα εξόδου, μια καθησυχαστική σκέψη, ένα νόημα στην παράνοιά του, ένα νόημα στις πράξεις της.. Δεν τα κατάφερε ούτε αυτήν τη φορά...