...Όταν γυρίσαμε από τη Γερμανία και πιάσαμε δουλειά στο εργοστάσιο εδώ, δουλεύαμε στον ίδιο τομέα μαζί με την Πίτσα. Όταν κάναμε διάλειμμα και κατεβαίναμε για φαγητό, περνούσαμε μπροστά από την αποθήκη, η οποία είχε και πίσω πόρτα που οδηγούσε στην αυλή τού εργοστασίου. Ε, στην αυλή τώρα είχε ένα αδέσποτο σκυλί το οποίο το ταΐζανε διάφοροι και, πού και πού τις πιο κρύες μέρες, το αφήνανε να μπει μέσα και να μείνει στην αποθήκη για το βράδυ.
Μια μέρα, λοιπόν, περνώντας με την Πίτσα έξω από την αποθήκη, ακούμε το σκυλί γαυγίζει αγριεμένο. Τι έπαθε αυτό σήμερα καλέ, μου λέει σταματώντας το βήμα της. Ξέρω κι εγώ, της απαντάω και πριν προλάβω να τελειώσω την πρότασή μου, τη βλέπω πλησιάζει στην πόρτα τής αποθήκης που ήτανε μισάνοιχτη. Πάω κι εγώ από πίσω της και τι να δούμε?! Ήτανε μέσα αυτός ο νεαρός που μας είχανε φέρει για υπεύθυνο πριν λίγο καιρό και κρατούσε το σκυλί δεμένο απ' τον λαιμό, με μια θηλιά που είχε φτιάξει με αυτά τα μπλε, πλαστικά σχοινιά που είχαμε στο εργοστάσιο για να δένουμε τις κούτες στις παλέτες. Σε μια δόση σηκώνει το σχοινί ψηλά και το κρατάει εκεί σταθερά· Το σκυλί με το ζόρι πατούσε στα πίσω πόδια του και αυτός χαλαρός με το άλλο του χέρι κάπνιζε. Εντάξει, δεν τον ξέραμε και πολύ, αλλά τέτοιο πράγμα δεν το περιμέναμε. Μόλις το είδαμε τρομάξαμε. Λέω στην Πίτσα "έλα, πάμε να φύγουμε, δεν μπορώ εγώ να το κοιτάζω άλλο αυτό". Κάνω να φύγω και την τραβάω απ' το χέρι. Δεν προλάβαμε να κάνουμε δυο βήματα τη βλέπω γυρίζει πίσω! Πού πας καλέ, της λέω, προσπαθώντας να μην κάνω και φασαρία. Εκείνος το βασάνισε το σκυλί, μέχρι που το έπνιξε κιόλας, φυσικά. Εγώ δε θα το άντεχα να το δω, αλλά η Πίτσα έκατσε.
Μετά που φύγαμε έκλαιγε, μέχρι να γυρίσουμε πίσω στη δουλειά μας. Καλά καλέ, τι κλαις τώρα, όταν σε είπα να φύγουμε καθόσουνα, της είπα εκεί που καθίσαμε να φάμε. Θα βρούμε και τον μπελά μας, συνέχισα. Εκείνη τότε μου είπε "αχ, ήταν σαν να έβλεπα να πνίγεται το παιδί μου". Αυτή είχε ένα μικρό αγοράκι 6 χρονών και μέναμε εκεί σ' εμάς στην Καλαμαριά, λίγο πιο έξω... Ούτε πέντε μέρες μετά, αυτή έλειπε στη δουλειά και τα παιδιά στην αυλή της παίζανε, μαζί με το δικό της. Πώς παριστάνανε τους καουμπόηδες με το λάσο, ανεβαίνει το παιδί της πάνω σ' ένα απ' τα σακιά που είχανε εκεί έξω και όπως προσπαθούσε να στηριχτεί από το σχοινί που είχανε τεντωμένο για να απλώνουν τα ρούχα, γλιστράει-πέφτει, μπλέκονται τα σχοινιά και πνίγεται! Έκλαιγε με μαύρο δάκρυ η γυναίκα μετά, δεν μπορούσε να το πιστέψει...
Φοβερό, πάντως· εγώ δε θα το ξεχάσω ποτέ. Και εκείνον φυσικά, δεν τον συμπαθήσαμε ξανά από τότε. Αυτό τώρα πρέπει να έχει 33-34 χρόνια. Εμείς είμασταν 43-44 και αυτός ήταν νεαρός, μετά τον στρατό· άντε να ήταν 23.
(από γιαγιά, σχεδόν αυτολεξεί. 6.12.23)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου