30 Αυγούστου 2021

Priceless Youth

Να μη στα πολυλογώ, το σπίτι είχε γίνει μπουρδέλο και είχε γεμίσει αγνώστους που είχαν στήσει πηγαδάκια σε κάθε πιθανή γωνιά. Εμείς υποτίθεται θα είχαμε και συνέχεια· ήταν "νόμος" τότε οι βραδιές να μην τελείωναν στην πρώτη έξοδο.. Τι, θα πηγαίναμε κάπου να τα πιούμε και μετά πίσω σπίτι, απαράδεκτο! Αλλά απ' την άλλη, είχαμε γίνει σκατά.. Άλλος είχε βγει και κατουρούσε στο μπαλκόνι (απ' τον 4-5 όροφο), άλλος είχε ξεχάσει που είχε αφήσει την μπλούζα του μέσα στον χαμό, άλλος έψαχνε να θυμηθεί ποιο από τα 152 ζευγάρια παπούτσια στην είσοδο (ή και πιο μέσα) ήταν το δικό του... Σε μία φράση "ό,τι να 'ναι". Οπότε αποφασίζουμε να φύγουμε.
Βγαίνουμε από την πολυκατοικία 5-6 άτομα παρέα (αυτοί που εξαρχής είχαμε πάει στο πάρτι μαζί) και μέχρι να κατέβουμε από τα στενά τής Ροτόντας στην Καμάρα -3' δρόμος που ένιωσα ότι τον διανύσαμε σε 15'- είχαμε χαθεί. Όχι ότι χάσαμε τον δρόμο μας, μεταξύ μας εννοώ· είχαμε μείνει μόλις τρεις. Με όλα αυτά τα μπρος-πίσω και τη ζαλάδα τού αλκοόλ, όταν το πήραμε χαμπάρι ήταν πια αργά, δεν ήταν πουθενά γύρω μας. Παρ' όλα αυτά συνεχίσαμε.
Εγώ δεν μπορούσα να γυρίσω σπίτι όπως ήμουν. Από το σημείο που βρισκόμασταν, έμενα περίπου 1:30 ώρα με τα πόδια και δεν ήταν τόσο η απόσταση, όσο το ότι βρωμούσα από πάνω ως κάτω τα πάντα όλα.. Τα ρούχα μου μύριζαν ένα συνονθύλευμα από μπάφους και αλκοόλ και η βερμούδα μου, μάλιστα, κολλούσε κιόλας σε ένα σημείο κοντά στο γόνατο· ποιος ξέρει τι είχα ρίξει πάνω... "Έλα να κοιμηθείς σ' εμάς", μου λέει ο ξανθός. "Πάμε μία από παραλία να δούμε τι παίζει και μετά το παίρνουμε ίσια σπίτι από 'κει", συνέχισε. Και πήγαμε.
Κατεβήκαμε όλο τον πεζόδρομο της Ναυαρίνου, σχεδόν κατρακυλώντας, και φτάσαμε στον Λευκό, λες και είχαμε ενέργεια για συνέχεια... Ήταν ήσυχα· είχε περάσει και η ώρα πια.. Από εκεί το κόψαμε όλο αριστερά προς τα σπίτια τους. Κάπου εκεί ήταν που συνειδητοποιήσαμε ότι μάλλον είχε βρέξει νωρίτερα. Η παραλία ήταν γεμάτη λακκούβες με λασπόνερα εδώ κι εκεί.. Με τους άλλους τρεις δε μιλήσαμε ξανά, αλλά ο Κ. και ο ξανθός ήταν αδέρφια, στο ίδιο σπίτι θα καταλήγαμε όλοι μία η άλλη.
Το party-mood συνεχίστηκε σ' όλη τη διαδρομή με πειράγματα, γέλια και φωνές. Λίγα λεπτά μετά, φτάνοντας μπροστά από μία λακκουβίτσα τους λέω "το 'χω να πηδήξω απέναντι"? "Ναι, σιγά" μου απαντάνε κοροϊδεύοντας και προκαλώντας με. Ήταν αρκετό.. Αμέσως, κάνω ένα βήμα πίσω και δώσ' του!.. Εύκολος ο στόχος, είχα καλό άλμα έτσι κι αλλιώς και το ήξερα, απλά ήθελα να το κάνω όπως και να 'χει, γιατί με είχε πιάσει η βλακεία τής στιγμής.. Γελάσαμε και συνεχίσαμε τη διαδρομή μας κανονικά. Λίγο παρακάτω, ο τρίτος τής παρέας κάνει το ίδιο σε μια λίγο μεγαλύτερη λακκούβα· αλλά πήρε φόρα. "Ε, άμα είναι με φόρα το έχω κι εγώ εύκολα ρε", του λέω εγώ, δίχως να χάσω ευκαιρία για πείραγμα (προφανώς, εννοώντας σε μεγαλύτερη από αυτήν που πήδηξα).
Προχωρώντας παρακάτω πέφτουμε πάνω σε μία που ήταν απλά γελοία μεγάλη. Πώς βλέπεις στους ολυμπιακούς αγώνες στο άλμα εις μήκος αυτές τις χωμάτινες· ε, μια τέτοια σκέψου.. Εγώ σταμάτησα· μερικά δευτερόλεπτα μετά και οι άλλοι. Απλά κοιταχτήκαμε και αμέσως λύθηκαν στα γέλια και οι δυο τους. Εκείνη τη στιγμή, μετά τα όσα είχα πιει όλο το βράδυ φαινόταν αδύνατο ακόμη και με φόρα, όμως, εγώ ένιωθα ότι το 'χω.. Δίνω το τσαντάκι (μπανάνα) μου στον ξανθό και πάω πίσω κάμποσα μέτρα. Ο άλλος ξεκίνησε να βγάζει βίντεο.. Θυμάμαι ακόμα την αίσθηση όταν ήμουν στον αέρα. Ένιωσα σαν να πετάω για λίγο, λες και ήμουν κανένα δεκάλεπτο στον αέρα και πήγαινα.. Τα παπούτσια μου άγγιξαν ταυτόχρονα το έδαφος και οριακά πάτησαν τα νερά απ' το τελείωμα της λακκούβας. Ήταν και η ταχύτητα, φυσικά... Γλιστράω λίγο μπροστά, τόσο όσο να σκάσω κάτω με τον κώλο, εκεί στα βρομόνερα όπου πρωτο-πάτησαν τα πόδια μου. Λόγω φόρας το σώμα μου έγειρε αυτομάτως πίσω.. "Γκντουυυνν!", ακούστηκε από το κεφάλι μου, το οποίο βαφτίστηκε μέσα στα λασπόνερα και αντανακλαστικά τινάχτηκε πάλι μπροστά. Το ένιωσα λες και χτύπησε μια καμπάνα δυνατά μέσα στο κεφάλι μου.. Έμεινα για λίγο εκεί καθιστός, γέρνοντας ελαφρώς μπροστά και πιάνοντας το κεφάλι μου να δω μήπως πονάω κάπου περισσότερο απ' ό,τι θα περίμενα... Οι άλλοι είχαν πεθάνει στα γέλια και στο άγχος ταυτόχρονα, μήπως είχα πάθει σοβαρό, αν και ευτυχώς, όλα έδειχναν το αντίθετο. Κάπου εκεί κλείνει και το βίντεο, αν θυμάμαι καλά.. Έπιασα τα γόνατά μου και άρχισα να γελάω κι εγώ. "Καλά είμαι, καλά" τους φώναξα, ενώ την ίδια στιγμή προσπαθούσα να υπολογίσω το πόσο είχα λερωθεί. "Τι καλά, ρε", λέει ο ξανθός και συνεχίζει "εγώ το ένιωσα στα πόδια μου, δονήθηκε το έδαφος!". Ο άλλος δεν μπορούσε να σταματήσει να γελάει από νευρικότητα (και απ' το αλκοόλ, φυσικά).
Σηκώθηκα, πήρα το τσαντάκι μου, τσέκαρα για άλλη μία φορά ότι δεν τρέχει αίμα από πουθενά ή ότι δεν άνοιξα τρύπα στο τσιμέντο από την ποντιακή κεφαλιά και σαν κύριος, ξεκίνησα να περπατάω, βρίζοντας για τα ρούχα και τα μαλλιά μου που είχαν γίνει, όπως είχαν γίνει... Ένας λόγος ακόμη που δεν μπορούσα να επιστρέψω σπίτι εκείνο το βράδυ..
Εννοείται πως, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι των παιδιών, τα αστειάκια για τις λακκούβες που συναντήσαμε στο υπόλοιπο της διαδρομής, δε σταμάτησαν. "Τζον, αυτήν την έχεις ρε? Πηδάς?"...



...πίσω, στο καλοκαίρι του 2009