Μοιάζει με αδιάφορη και ακλόνητη έρημο.
Μια έρημο,
όπου ενώ περπατάς και νιώθεις τον εαυτό σου να κινείται,
να κάνει πρόοδο και να βρίσκεται τη μια στιγμή εδώ και την άλλη παρακάτω,
ενώ βλέπεις την ώρα να περνάει και από μέρα να γίνεται νύχτα,
όταν πια ξημερώσει,
νομίζεις πως είσαι πάλι εκεί,
στο ίδιο σημείο,
στην αόριστη αρχή ενός άπειρου,
μια μαύρη κουκκίδα μέσα στο μαύρο· η ίδια μαύρη κουκκίδα...
Μοιάζει με Κυριακή· ήσυχη κι ανούσια.
Μια Κυριακή που δεν ξημερώνει ποτέ Δευτέρα.
Όμως με κούρασε πια αυτή η αργία,
με κούρασαν οι διακοπές, χωρίς να κάνω διακοπές.
Θέλω Δευτέρα· θέλω Παρασκευή, για να δικαιολογήσω το ρεπό μου.
Κάνω υπομονή και συνεχίζω στην άτιμη αυτή έρημο,
μα ο αδίστακτός της ήλιος άρχισε να με λυγίζει...
Θέλω νερό, έστω σταγόνες δροσερές,
θέλω μια όαση στο φόντο!
Θέλω ένα πλαίσιο ξεκάθαρο και υπόσχομαι, θα συνεχίσω...
Μα δεν μπορώ άλλο αυτό το πάγωμα του χρόνου, ενώ όλα κινούνται.
Ξέρω, κανείς δε φταίει κι ας φαίνεται πως φταίνε όλα.
Αν υπήρχαν λύσεις κι απαντήσεις, σίγουρα, θα είχε αλλάξει το τοπίο.
Μα κάποιος ας με λυπηθεί, νιώθω, πλέον γονατίζω,
πόσο ακόμα να σαπίσω?