Δε βαριέμαι, γενικά.
Βαριέμαι τη ζωή, μερικές φορές.
Αλλά όταν δεν τη βαριέμαι, δε βαριέμαι καθόλου.
Όχι, δεν κατάλαβες.
Δηλαδή, θέλω να πω,
δε βαριέμαι γενικά. Έχω
τόσα πολλά που θέλω/πρέπει να προλάβω -πάντα- να κάνω, που δεν
προλαβαίνω να βαρεθώ. Δεν προλαβαίνω να φτάσω στη στιγμή που κάθεσαι στ'
αυγά σου και λες, ωραία, νωρίς ακόμα για ύπνο· και τώρα τι κάνω?
Απλά
κάποιες μέρες ξυπνάω και δε θέλω να κάνω τίποτα απ' όλα αυτά, δε βρίσκω
νόημα σε κανένα απ' όλα αυτά· και όχι επειδή θέλω να κάνω άλλα. Απλά
επειδή δε θέλω. Τίποτα.
Λες
και δεν είμαι εγώ, λες και ξυπνάει ένα άλλο εγώ, αυτό το πιο βαρετό,
που βαριέται που είμαι εγώ. Αυτό που δε θα 'θελε να είμαι εγώ, αλλά ούτε
και τίποτα άλλο. Απλά, δε θα 'θελε. Μάλλον από βαρεμάρα.
Ή πάλι, ίσως, από ζήλια. Από
ζήλια στο άλλο εγώ, σ' αυτό που θέλει και κάνει τόσα πολλά και ποτέ δεν
τα προλαβαίνει όλα. Σ' αυτό που δεν προλαβαίνει να βαρεθεί, παρά μόνο
απογοητεύεται που κάνει κάθε φορά μόνο τόσα· όσα
όχι-όλα-όσα-θα-ήθελε-να-είχε-προλάβει.
Μερικές φορές βαριέμαι τη ζωή· μερικές φορές παλεύω.
Δε βαριέμαι, γενικά.
Βαριέμαι αυτήν τη μάχη.
Αλλά όταν δεν τη βαριέμαι, δε βαριέμαι καθόλου.