Έψαξε αρκετά για να τον βρει. Έψαξε στα τηλέφωνα, στα ιντερνέτ, στις αναμνήσεις τους· τίποτα. Έψαχνε ανεπιτυχώς για καιρό και μετά από καιρό, έψαξε πάλι για καιρό... Έψαχνε, όμως, άτακτα, πολλές φορές ανώνυμα.. Έψαχνε σωστά και λάθος, χωρίς οργανωμένη σκέψη, απλά με διάθεση να τον βρει. Έψαχνε απλά και ανθρώπινα· όπως θα ήθελε και αυτός να τον ψάξει... Όμως, η αλήθεια είναι ότι δεν κατάλαβε ποτέ, πότε ακριβώς το έχασε.. Η αλήθεια είναι, ότι όταν το συνειδητοποίησε ήξερε ήδη ότι μπορεί πλέον να είναι αργά, για να τον βρει και πάλι. Όμως, η διάθεση αυτή δεν τον άφηνε να σταματήσει. Η διάθεση να ξεσκονίσει τη σχέση τους ήταν μεγάλη δύναμη μέσα του.
Πάλι, μετά από καιρό, τον έκανε κουβέντα με κάτι κοινούς φίλους.. Είπε μετά να προσπαθήσει για άλλη μια φορά, μα τώρα με βοήθεια. Προς έκπληξή του, βρήκανε πράγματα· βρήκανε μάλλον αρκετά, θα έλεγε. Σαν να ζωντάνεψε και πάλι μέσα του, σαν να τον βρήκε για λίγο! Μα ήταν τόσο λίγο, όσο τα χρονιά που σταματούσαν οι πληροφορίες... Και ύστερα πέρασε ο καιρός, πέρασαν οι μήνες, ίσως περάσαν χρόνια. Ω ναι, σίγουρα αν τον ρωτούσες, γι' αυτόν περάσαν χρόνια..
Κι όμως, ανέλπιστα μια μέρα, ήρθε μια άλλη μέρα. Εκεί που πήγαινε χαμένος στο μυαλό του, τον βρήκε στον δρόμο! Σε λάθος δρόμο, στη λάθος πόλη. "Ωπ! Τι κάνεις εσύ εδώ?!", του φώναξε. "Εγώ τι κάνω εδώ?! Εσύ τι κάνεις εδώ?", απάντησε γελώντας εκείνος. Έτρεξε, τον αγκάλιασα, ήπιανε και καφέ στο πόδι· τόσο να πουν τα νέα τους.. Όσα νέα τους έβγαιναν· τι να πρώτο-πεις μετά από τόσα χρόνια?. Μα ήταν σαν να μην πέρασε μια μέρα, σαν να μην ξέχασε μια μέρα... Και όταν πια σοβάρεψε η κουβέντα "Γιατί χάθηκες από παντού, γιατί εξαφανίστηκες?", τον ρώτησε με θάρρος. "Συγχώρεσέ με φίλε μου", του αποκρίθηκε χαμηλώνοντας το βλέμμα του. Και είπε κι άλλα, είπε πολλά, προσπάθησε να εξηγήσει. Και τελείωσε τον μονόλογό του με αυτό: "...δεν είναι ότι θέλω να πεθάνω, απλά πλέον δεν ξέρω πώς να ζήσω".
Την περίμενε αυτήν την απάντηση. Βαθιά μέσα του ήξερε, αλλά όλο το αρνιόταν... Επανέλαβε αυτήν την τελευταία φράση στο μυαλό του και έπειτα ένας κρότος τής πλατείας τον επανέφερε στο παγκάκι του. Η ζέστη τού έκαιγε το αριστερό μπατζάκι, το παγωτό στο χέρι είχε αρχίσει να λιώνει.. "Συγνώμη, μπορώ να καθίσω κι εγώ εδώ?", τον ρώτησε ευγενικά μια περιποιημένη κυρία με ωραίο άρωμα. "Βεβαίως", της απάντησε στα χαμένα και έκανε λίγο πιο πέρα για να της δώσει χώρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου