Όταν βγήκα απ' το σπίτι ήταν ήδη εκεί. Την είχα ξανά-δει μερικές φορές, δεν ξαφνιάστηκα καθόλου. Πατούσε στα τέσσερά της πόδια και κοιτούσε μπροστά, ίσια σ' εμένα. Ήταν ακίνητη, κοκαλωμένη και πολύ ήσυχη, όπως πάντα. Ποτέ δεν είχα ακούσει τη φωνή της.. Κλείδωσα την πόρτα πίσω μου και έφυγα βιαστικός προς τις σκάλες περνώντας ακριβώς από δίπλα της, αλλά και πάλι δεν κουνήθηκε. Δεν κοίταξα πίσω, δεν υπήρχε χρόνος ν' ασχοληθώ εκείνη τη στιγμή...
Ο χρόνος έμοιαζε να πέρασε τόσο γρήγορα, που θα έλεγε κανείς ότι δεν υπήρχε. Την επόμενη στιγμή ήμουν ήδη πίσω. Είχα ακούσει κι άλλες γάτες να νιαουρίζουν γκρινιάρικα έξω απ' την πολυκατοικία μας, αλλά αυτή η συγκεκριμένη δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μάζα. Ήταν εκεί, στημένη κάγκελο ακριβώς έξω από την πόρτα του γείτονα, κοιτάζοντας ευθεία στο άπειρο..
Ο χρόνος έμοιαζε να πέρασε τόσο γρήγορα, που θα έλεγε κανείς ότι δεν υπήρχε. Την επόμενη στιγμή ήμουν ήδη πίσω. Είχα ακούσει κι άλλες γάτες να νιαουρίζουν γκρινιάρικα έξω απ' την πολυκατοικία μας, αλλά αυτή η συγκεκριμένη δεν ήθελε να ακολουθήσει τη μάζα. Ήταν εκεί, στημένη κάγκελο ακριβώς έξω από την πόρτα του γείτονα, κοιτάζοντας ευθεία στο άπειρο..
Όταν έφτασα στην πόρτα και έβγαλα τα κλειδιά να βρω το ταιριαστό, άνοιξε απότομα η διπλανή πόρτα και μετά από ένα δευτερόλεπτο ξεπρόβαλε η φιγούρα του γείτονα, χαμογελαστή και ευδιάθετη όπως πάντα. Αυτό ήταν και το μαγικό τρικ για να "ξεκλειδώσει" απ' τη θέση του το ασπρόμαυρο τετράποδο. Αμέσως άρχισε να κινείται κανονικά και να νιαουρίζει σαν ζωντανό! Σε πολύ χαμηλή ένταση βέβαια, αλλά η πρόοδος ήταν εμφανής! Ο γείτονας έκανε προσεκτικά βήματα περνώντας από πάνω της για να μη την πατήσει, καθώς αυτή είχε αρχίσει να κινείται αργά προς το μέρος μου. Εγώ είχα ήδη ανοίξει από ώρα, αλλά είχα μείνει ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο πίσω. Μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση για να προσποιηθώ ότι δεν τρέχει τίποτα. Παρ' όλα αυτά, συντόνισα άτακτα τον εαυτό μου και πήγα να κάνω κίνηση να μπω μέσα στο σπίτι αφήνοντας τη γάτα πίσω μου. "Μη τη φοβάσαι", μου φώναξε ο χαμογελαστός τύπος φεύγοντας. "Είναι πολύ ήσυχη και άκακη, άσ' την να μπει μέσα και αυτή". Και πριν προλάβω να σκεφτώ και να του δώσω κάποια έξυπνη απάντηση για να τ' αποφύγω, η ασπρόμαυρη γάτα με τα καταπράσινα μάτια είχε διασχίσει ήδη τη μισάνοιχτη πόρτα...
Για κάποιο λόγο έπρεπε να κάνω γρήγορα, δεν είχα ν' αφιερώσω τον απαραίτητο χρόνο στον επισκέπτη μας. Πήγα στο δωμάτιο ν' αλλάξω, γύρισα πίσω στο χολ ν' αφήσω τα παπούτσια, ξανά-πήγα στο δωμάτιο και μετά ξανά πάλι πίσω.. Τα πρώτα 5-10 λεπτά πέρασαν κάπως έτσι, με τη γάτα να κάθεται ήσυχη στην είσοδο του σπιτιού και τους δικούς μου να ρίχνουν κλεφτές ματιές από μέσα, χωρίς όμως κανείς να παίρνει το θάρρος να ρωτήσει τι και πώς.. Στο σπίτι είχαμε κι άλλο ζωάκι. Κάτι μικρό, μάλλον σε χάμστερ ή κάτι τέτοιο, δεν θυμάμαι ακριβώς. Ήξερα όμως ότι βρισκόταν κάπου στο σαλόνι, εκεί όπου καθόταν ο αδερφός μου, κολλημένος πάνω στην οθόνη του υπολογιστή για πολλές ώρες, αν έκρινε κανείς από τη στάση του στην πολυθρόνα.. Μόλις βολεύτηκα, έκατσα λίγο με το γατί να του πιάσω κουβέντα. Την έφερα σιγά σιγά προς το σαλόνι και κάθισα στο πάτωμα μαζί της. Ήθελα να την καλοπιάσω γιατί δεν είχαμε κάνει και την καλύτερη αρχή. Αυτή έδειχνε δεκτική στα χάδια, αλλά και αδιάφορη ταυτόχρονα. Το ευχαριστιόταν, αλλά δεν το είχε και ανάγκη θα έλεγες. Σε κάποια φάση, της τράβηξε την προσοχή η φασαρία του παλιότερου μικρού μας φίλου.. Ταράχτηκα στιγμιαία και ο νους μου πήγε αμέσως στο κακό. "Όχι, όχι, ηρέμησε, δεν είναι τίποτα", της είπα χαϊδεύοντάς την λίγο πιο επιτακτικά και συνέχισα "Είναι φίλος μας, είναι καλός".. Ο ενθουσιασμός της έσβησε γρήγορα. Έστριψε το βλέμμα της καταπάνω μου, σαν να κάτι ήθελε να μου πει. "Θέλεις να φας τίποτα, πείνασες? Να σου φέρω λίγο νεράκι?", είπα με χαρά. Δεν ανταποκρίθηκε, όμως δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Αμέσως σηκώθηκα και πήγα προς την κουζίνα. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα είχα επιστρέψει μ' ένα τασάκι νερό. "Ορίστε", είπα και το ακούμπησα δίπλα της, ενώ ταυτόχρονα συνειδητοποιούσα κάποιες σημαντικές αλλαγές στα δεδομένα. Η γάτα είχε γυρίσει πίσω στο χολ και το πιο περίεργο, τα μάτια μου δεν έβλεπαν πια γάτα...
Στη θέση της, καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο και τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, καθόταν μια γυναίκα. Μια κοπέλα, κοντά στα 30, πολύ λυτά ντυμένη, με μακριά ελεύθερα μαλλιά και μια μισό-φορεμένη παντόφλα στο δεξί της πόδι. Ήταν ήσυχη και φαινόταν σαν να κάτι την έτρωγε μέσα της. Ήταν αυτή, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μάλιστα ένιωθα τόσο σίγουρος, που προσαρμόστηκα άμεσα στα νέα δεδομένα και πολύ γρήγορα "ξέχασα" τη μαγική αυτή μεταμόρφωση του ζώου σε άνθρωπο..
"Τι έχεις, είσαι καλά? Θέλεις κάτι άλλο?", ρώτησα ακουμπώντας την μαλακά και προσεκτικά στον ώμο. Καμία απάντηση. Κοιτούσε στα χαμένα. Πρώτα ευθεία μπροστά, μετά έστριψε για λίγο προς το μέρος μου και έπειτα πάλι πίσω στο πουθενά. "Να σου φέρω και κάτι να φας? Ίσως νιώσεις καλύτερα", επανέλαβα. "Δεν μπορείς να με καταλάβεις... Δεν μπορείς να καταλάβεις", είπε δυνατά με μια δόση απογοήτευσης και κατηγορίας προς το πρόσωπό μου. Σταμάτησα να την ακουμπάω και τραβήχτηκα λίγο πίσω, προσπαθώντας να την κάνω να νιώσει λίγο πιο άνετα. "Πάρε εκείνη την παντόφλα και βάλ' την σε ζεστό νερό μέχρι να βράσει. Και φέρ' την μου", σχεδόν πρόσταξε δείχνοντας την αριστερή της παντόφλα, η οποία βρισκόταν πεταμένη ακριβώς μπροστά απ' την εξώπορτα. Κοίταξα το αφόρετο υπόδημα μπερδεμένος. Τώρα αυτό το εννοεί, σκέφτηκα και έπειτα γύρισα προς το μέρος της με μια ελπίδα να μου λύσει την απορία, χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσω. Δεν μίλησε. Πλησίασα την παντόφλα και την πήρα στα χέρια μου να την επεξεργαστώ καλύτερα. Όπως το περίμενα. Δεν είχε τίποτα το φυσιολογικό πάνω της. Ήταν ιδιαίτερα βαριά και με υπέρ-διπλό πάτο. Για την ακρίβεια, ο πάτος της αποτελούνταν από 3 στρώματα. 2 μαλακά πάνω-κάτω και στη μέση ήταν ένα ενιαίο μεταλλικό στρώμα, φτιαγμένο από συμπιεσμένα μικρά κομμάτια απροσδιόριστης προελεύσεως. Κάτι σαν παστέλι, μα από μέταλλο.
Τι είναι, αμέσως σκέφτηκα. Μήπως τελικά δεν είναι άνθρωπος, μήπως είναι μηχανή?!.. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήταν γάτα, όχι πια τουλάχιστον. Θα το έκανα. Λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να πείσω τον εαυτό μου πώς δεν είχα να χάσω τίποτα. Θα έβραζα την παντόφλα και θα της την έφερνα στο πιάτο. Έτσι θα μάθαινα και τι συμβαίνει! Θα μάθαινα.. Θα... Και εκεί έμεινε, στο θα. Δυστυχώς ο εγκέφαλός μου δεν άντεξε άλλο τον ανεξέλεγκτο αυτό παραλογισμό και αντέδρασε "καλημέρα"...
Στη θέση της, καθισμένη στο πάτωμα με την πλάτη στον τοίχο και τα γόνατα μαζεμένα στο στήθος, καθόταν μια γυναίκα. Μια κοπέλα, κοντά στα 30, πολύ λυτά ντυμένη, με μακριά ελεύθερα μαλλιά και μια μισό-φορεμένη παντόφλα στο δεξί της πόδι. Ήταν ήσυχη και φαινόταν σαν να κάτι την έτρωγε μέσα της. Ήταν αυτή, δεν υπήρχε αμφιβολία. Μάλιστα ένιωθα τόσο σίγουρος, που προσαρμόστηκα άμεσα στα νέα δεδομένα και πολύ γρήγορα "ξέχασα" τη μαγική αυτή μεταμόρφωση του ζώου σε άνθρωπο..
"Τι έχεις, είσαι καλά? Θέλεις κάτι άλλο?", ρώτησα ακουμπώντας την μαλακά και προσεκτικά στον ώμο. Καμία απάντηση. Κοιτούσε στα χαμένα. Πρώτα ευθεία μπροστά, μετά έστριψε για λίγο προς το μέρος μου και έπειτα πάλι πίσω στο πουθενά. "Να σου φέρω και κάτι να φας? Ίσως νιώσεις καλύτερα", επανέλαβα. "Δεν μπορείς να με καταλάβεις... Δεν μπορείς να καταλάβεις", είπε δυνατά με μια δόση απογοήτευσης και κατηγορίας προς το πρόσωπό μου. Σταμάτησα να την ακουμπάω και τραβήχτηκα λίγο πίσω, προσπαθώντας να την κάνω να νιώσει λίγο πιο άνετα. "Πάρε εκείνη την παντόφλα και βάλ' την σε ζεστό νερό μέχρι να βράσει. Και φέρ' την μου", σχεδόν πρόσταξε δείχνοντας την αριστερή της παντόφλα, η οποία βρισκόταν πεταμένη ακριβώς μπροστά απ' την εξώπορτα. Κοίταξα το αφόρετο υπόδημα μπερδεμένος. Τώρα αυτό το εννοεί, σκέφτηκα και έπειτα γύρισα προς το μέρος της με μια ελπίδα να μου λύσει την απορία, χωρίς να χρειαστεί να ρωτήσω. Δεν μίλησε. Πλησίασα την παντόφλα και την πήρα στα χέρια μου να την επεξεργαστώ καλύτερα. Όπως το περίμενα. Δεν είχε τίποτα το φυσιολογικό πάνω της. Ήταν ιδιαίτερα βαριά και με υπέρ-διπλό πάτο. Για την ακρίβεια, ο πάτος της αποτελούνταν από 3 στρώματα. 2 μαλακά πάνω-κάτω και στη μέση ήταν ένα ενιαίο μεταλλικό στρώμα, φτιαγμένο από συμπιεσμένα μικρά κομμάτια απροσδιόριστης προελεύσεως. Κάτι σαν παστέλι, μα από μέταλλο.
Τι είναι, αμέσως σκέφτηκα. Μήπως τελικά δεν είναι άνθρωπος, μήπως είναι μηχανή?!.. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι δεν ήταν γάτα, όχι πια τουλάχιστον. Θα το έκανα. Λίγα δευτερόλεπτα ήταν αρκετά για να πείσω τον εαυτό μου πώς δεν είχα να χάσω τίποτα. Θα έβραζα την παντόφλα και θα της την έφερνα στο πιάτο. Έτσι θα μάθαινα και τι συμβαίνει! Θα μάθαινα.. Θα... Και εκεί έμεινε, στο θα. Δυστυχώς ο εγκέφαλός μου δεν άντεξε άλλο τον ανεξέλεγκτο αυτό παραλογισμό και αντέδρασε "καλημέρα"...
23/5/18