Ήμασταν μόνο οι τρεις μας στο σπίτι. Ο αδερφός μου και εγώ ετοιμαζόμασταν για να φύγουμε. Κάπου για καφέ θα πηγαίναμε μάλλον, σε διαφορετικές τοποθεσίες, με διαφορετικούς ανθρώπους, ως συνήθως. Ο πατέρας μου ήταν και αυτός στη θέση του. Μπροστά στον υπολογιστή, απορροφημένος να παίζει κάποιο ήδη τερματισμένο παιχνίδι. Ήταν σήμερα. Παρόν, μια καθημερινή καλοκαιρινή μέρα με τον πατέρα μου σε άδεια και διακοπές στην Ελλάδα.
Οι δυο μας, πηγαίναμε πάνω κάτω βιαστικά, προσπαθώντας να κάνουμε γρήγορα, να μην αργήσουμε κι άλλο. Ναι, είχαμε αργήσει ήδη, ως συνήθως. Κάποια στιγμή, οι πορείες μας συναντήθηκαν στο χολ, εκεί μπροστά στον μεγάλο, μακρόστενο καθρέφτη. Δίπλα δίπλα να περιποιούμαστε την πλούσια κόμη μας, ο Βασίλης, ο αδερφός μου στα δεξιά μου και εγώ στα αριστερά του. Δεν μιλούσαμε, όλα γινόντουσαν σιωπηλά. Τυπικές, μηχανικές διαδικασίες. Εκείνη τη στιγμή όμως, καθώς παρατηρούσα προσεκτικά τον εαυτό μου στον καθρέφτη, είδα κάτι ανεξήγητο με την περιφερειακή μου όραση. Δεξιά απ' τον Βασίλη, στεκόταν μια κοπέλα -κοινή γνωστή- και έφτιαχνε και αυτή τα μαλλιά της, τουλάχιστον αυτό κατάλαβα απ' ό,τι έλεγε ο καθρέφτης. Ξαφνιάστηκα και απότομα τα χέρια μου κοκάλωσαν. Ήμουν πολύ σίγουρος ότι ήμασταν μόνο οι τρεις μας στο σπίτι. Αμέσως κοίταξα δεξιά απ' τον αδερφό μου να δω αν όντως η Αγγελική βρισκόταν εκεί, προσπαθώντας ταυτόχρονα να καταλάβω αν πραγματικά ήταν στο χώρο και αν την είχε δει κι αυτός, ή αν απλά ήταν όλα στα δικά μου μάτια, στο μυαλό μου. Και όμως η κοπέλα δεν βρισκόταν εκεί, δεν ήταν στο χολ, ούτε πουθενά. Όμως απ' την άλλη πλευρά, μέσα στον καθρέφτη, ήταν ακόμη εκεί, χαμογελαστή να πλέκει κοτσιδάκια σαν να είναι όλα μια τυπική, μηχανική διαδικασία. Και ο Βασίλης ετοιμαζόταν κανονικά, ασυγκίνητος και απαθέστατος.
Ήμουν σίγουρος, δεν την έβλεπε. Στα επόμενα δευτερόλεπτα τον είδα να κάνει μερικά βήματα δεξιά, ουσιαστικά να πηγαίνει κατά πάνω της, χωρίς φυσικά να το ξέρει. Εκείνη, έκανε ένα βήμα μπροστά και πέρασε προσεκτικά αριστερά του δίχως να τον ακουμπήσει. Εγώ ήμουν ακόμη ακίνητος και καθηλωμένος, να παρακολουθώ στον καθρέφτη τα γεγονότα, σαν και έβλεπα μια πολύ καλή ταινία περιπέτειας, πάνω στην κορύφωσή της. Τότε ήταν που παρατήρησα και το αμυδρό, λευκό φως που φαινόταν να βγαίνει από μέσα της και να την περιβάλλει, λες και είχε καταπιεί κάποια ισχυρή λάμπα που το φως της έτεινε να διαπερνά τη σάρκα της. Τα βλέμματα και των δύο ήταν καρφωμένα ίσια μπροστά, κανένας δεν φαινόταν να είχε διάθεση να χαλάσει την ηρεμία και την ησυχία της στιγμής. Εκτός από μένα.
Την επόμενη στιγμή, το μοναδικό πράγμα που μου βγήκε να κάνω ως αντανακλαστική αντίδραση, ήταν ν' απλώσω το χέρι μου και να χτυπήσω τον καθρέφτη ακριβώς εκεί που βρισκόταν το πρόσωπό της, λες και προσπαθούσα ευκαιριακά να σκοτώσω κάποιο εκνευριστικό κουνούπι που δεν έλεγε να καταλάβει ότι παραβιάζει ιδιωτικό χώρο. Με το που ακούστηκε ο ενοχλητικός θόρυβος από την επαφή και οι δύο είχαν την ίδια αντίδραση. Πετάχτηκαν πάνω τρομάζοντας απ' την απρόσμενη κίνηση και στη συνέχεια είδα τα βλέμματά τους στο τζάμι να με καρφώνουν. Ο Βασίλης, δεν είπε κουβέντα και αδιαφορώντας γύρισε και έφυγε προς το σαλόνι, όπου βρισκόταν και ο πατέρας μας. Αυτή, έμεινε ακίνητη και μπλοκαρισμένη για μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι που την έχασα απ' τα μάτια μου ακολουθώντας τον αδερφό μου σαστισμένος.
Το είδες αυτό, τον ρώτησα απότομα. Ποιο, απάντησε και συνέχισε αυτό που έκανε βιαστικός. Στον καθρέφτη, είπα κάνοντας μερικά βήματα προς τα πίσω και κοιτώντας κλεφτά προς το χολ. Εκείνη τη στιγμή ένιωσα έναν μικρό ηλεκτρισμό να διαπερνά ολόκληρο το σώμα μου και τα πάντα αναβόσβησαν στιγμιαία, όπως όταν κόβεται για ένα δευτερόλεπτο το ρεύμα και τυχαίνει να είναι βράδυ. Μόλις ξανάνοιξα τα μάτια μου δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα. Τα πόδια μου δεν με βαστούσαν, ζαλίστηκα και ήθελα απλά να αφεθώ στις δυνάμεις της βαρύτητας. Το μόνο που προσπαθούσα να κάνω -χωρίς ιδιαίτερο λόγο- ήταν να μην αφήσω κάτι ρούχα που κρατούσα στο χέρι μου να πέσουν κάτω. Παραπάτησα, γύρισα 180 μοίρες και έπεσα πίσω, πάνω στη ντουλάπα με την πλάτη. Η φασαρία τράβηξε την προσοχή του πατέρα μου.
Είσαι καλά, με ρώτησε στρίβοντας μόνο το κεφάλι. Έγινε κάτι πολύ περίεργο, είπα. Κοίταξα γύρω μου λες και βρισκόμουν πρώτη φορά σ' αυτό το σαλόνι. Τότε συνειδητοποίησα πως πριν το ξαφνικό φλας, όλα τα χρώματα είχαν μια περίεργη απόχρωση. Λες και τα έβλεπα όλα μέσα από φίλτρο "σέπια". Δεν το είχα καταλάβει μέχρι εκείνη τη στιγμή, που πλέον όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Ήταν όνειρο, σκέφτηκα. Αλλά πώς, αφού βρισκόμουν όρθιος με τα ρούχα στο χέρι, ο αδερφός μου όντως ετοιμαζόταν και αυτός και ο πατέρας μου ήταν μπροστά στον υπολογιστή, όπως και πριν. Καμία άλλη αλλαγή, καμία διαφορετική αίσθηση. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, μόλις συνήλθα πλήρως, απευθύνθηκα στον πατέρα μου προσπαθώντας να του εξηγήσω τι συνέβη. Η κουβέντα τράβηξε και το ενδιαφέρον του αδερφού μου, που παρότι βιαστικός, σταμάτησε ν' ακούσει τις παραλογίες μου. Πότε έγινε αυτό, ρώτησε. Πριν, εδώ δίπλα σου, στον καθρέφτη στο χολ, του απάντησα δείχνοντας και πηγαίνοντας προς τα εκεί, με σκοπό να του αναλύσω ακριβώς τα γεγονότα και τις κινήσεις. Και τότε ήταν που κάθε λογική που προσπαθούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή να διακιολογήσει τα γεγονότα, εκτροχιάστηκε παντελώς.
Μια εξίσου απρόσμενη, απρόσκλητη, αλλά και γνώριμη φυσιογνωμία, βρισκόταν πλέον στη θέση που άφησα τελευταία φορά την Αγγελική, μόνο που τώρα δεν ήταν απλά μια φιγούρα στον καθρέφτη. Ένας φίλος του αδερφού μου, ο Γκάμη, ήταν εκεί, στο χολ, πατώντας πάνω στο χαλί -με σάρκα και οστά που θα 'λεγε κανείς-, έχοντας και αυτός αυτή την περίεργη λάμψη από μέσα του, λες και ήταν κάτι ανεξήγητο ανάμεσα σε άνθρωπο και πνεύμα. Και τα περίεργα δεν τελείωναν εκεί! Ήταν ολόγυμνος, φορώντας μόνο το εσώρουχό του και έδειχνε πολύ χαρούμενος για κάποιο άγνωστο λόγο. Ήταν χαμογελαστός και γελούσε ήσυχα, δειλά και πονηρά, σαν να είχε να κρύψει κάτι.
Καλά, τι κάνεις εσύ εδώ έτσι ρε, του φώναξα αστειευόμενος, προσπαθώντας να δείξω ότι δεν τρέχει τίποτα. Με κοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. Συνέχισε να γελάει σκύβοντας πάλι το κεφάλι προς τα κάτω. Αμέσως γύρισα να φωνάξω στον Βασίλη να ρθει να δει και μόνος του τι συμβαίνει. Ήταν όμως ήδη αργά. Το στιγμιαίο φλας επέστρεψε για άλλη μία φορά για να μ' επαναφέρει στην "πραγματικότητα". Αυτή τη φορά δεν ζαλίστηκα, όμως η αλλαγή του φίλτρου χρωμάτων από σέπια σε κανονικό, ήταν ξεκάθαρη. Δεν είχα προλάβει να καταλάβω πότε κύλησα ξανά σ' αυτό το ιδιόμορφο όνειρο, αλλά σίγουρα κάτι, κάπου με ξεγέλασε για άλλη μια φορά.
Ο Γκάμη δεν ήταν πουθενά, το ίδιο και η Αγγελική. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να μου αιτιολογήσει με λογική τα δεδομένα, υποθέτοντας και εξηγώντας μου πως ίσως υπάρχουν κάποιες σπάνιες περιπτώσεις όπου ο εγκέφαλος μπορεί ενώ βρίσκεται σε συνειδητό επίπεδο, να χάσει στιγμιαία επαφή με το περιβάλλον και την ίδια στιγμή να ανακαλέσει εικόνες από τη μνήμη και το υποσυνείδητο, συνδέοντάς τες με την άμεση πραγματικότητα, λίγο πριν επανέλθει. Μάταια όμως. Κάποια πράγματα δεν εξηγούνται με λογική. Εγώ ετοιμαζόμουν να φύγω και είχα ήδη αργήσει, το ίδιο και ο αδερφός μου. Όμως παρά τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, εγώ ήξερα καλά τι είχα δει και τι είχα νιώσει, σε δύο καταστάσεις που έμοιαζαν παράλληλες, αλλά και ταυτόχρονα εξίσου αληθινές.
Τελικά, μετά από όλα αυτά, τα σάλια στο μαξιλάρι του κρεβατιού μου επιβεβαίωναν την κούραση και την αχόρταγη όρεξη μου για ύπνο, ενώ ταυτόχρονα έδωσαν αμέσως μια αδιαμφισβήτητη και λογική απάντηση σε όλα τα παραπάνω περίεργα δρόμενα που συνέβησαν. Χωρίς αυτό να αλλάζει το γεγονός ότι, κάποια πράγματα δεν εξηγούνται με λογική...
4/8/17