Και η ιστορία συνεχίζεται, θα έλεγε κανείς... Χρονικά, βρισκόμαστε αρκετές βδομάδες μετά το τελευταίο όνειρο, το οποίο, όμως, πλέον είναι γεγονός και όχι απλά ένα όνειρο. Όλα έγιναν. Πέρασαν και τελείωσαν, μα δεν ξεχάστηκαν...
Ο χειμώνας (μάλλον) έφτασε. Είχαμε μάθει για μια συναυλία από καιρό πριν και δε βλέπαμε τη στιγμή να έρθει η ώρα να τους ακούσουμε ζωντανά.. Ήταν μια πολύ γνωστή ποπ μπάντα, αλλά το όνομά της μου διαφεύγει. Θα παίζανε στο νησί. Σ' εκείνο το νησί όπου όλα είχαν προηγηθεί.. Τίποτα, όμως, δεν θα μας σταματούσε, ήμασταν αποφασισμένοι, γεμάτοι ενθουσιασμό και χαρά.
Πριν καλά καλά το καταλάβουμε, η μεγάλη μέρα είχε κιόλας φτάσει. Τα πάντα ήταν έτοιμα, εκτός απ' τα εισιτήρια της συναυλίας, τα οποία θα τα κόβαμε φτάνοντας στο νησί. Μαζί με τη Μάρω, πήραμε το καράβι για απέναντι. Θα πηγαίναμε μαζί γιατί βόλευε και θα βρίσκαμε τους άλλους εκεί. Η θάλασσα, περιέργως, ήταν ήρεμη και το ταξίδι στο νερό σύντομο, όμως ακολουθούσε και συνέχεια.. Κατεβαίνοντας, ο καιρός άλλαξε αισθητά προς το χειρότερο. Εμείς, δίχως άλλη επιλογή, αμέσως πήραμε το ΚΤΕΛ για να μας μεταφέρει στον χώρο της συναυλίας. Στη διαδρομή άρχισε να βρέχει και η βροχή πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε χαλάζι. Οι δρόμοι είχαν ήδη γεμίσει με νερά και σε μερικές στροφές θα έλεγε κανείς πως το λεωφορείο κολυμπούσε για να στρίψει. Είχα αρχίσει ν' ανησυχώ, αλλά δεν είπα τίποτα στη Μάρω. Στα μάτια της έβλεπα το ίδιο βλέμμα ανησυχίας και για κάποιον λόγο ένιωθα πως δεν ήθελα να το επιβεβαιώσουμε ο ένας στον άλλον.. Λίγο μετά φτάσαμε μπροστά σ' έναν σχεδόν κάθετο δρόμο, ο οποίος ήταν τόσο απότομα κατακόρυφος που δημιουργούσε καταρράκτη από τα νερά.. "Δεν μπορώ να συνεχίσω από 'δω και πέρα", είπε ο οδηγός και συνέχισε "όποιος θέλει ας κατέβει εδώ". Έτσι και έγινε. Εμείς και μερικοί ακόμα κατεβήκαμε στη μέση του πουθενά, προσπαθώντας μάταια να πράξουμε το ακατόρθωτο. Ήταν αδύνατο να ανέβει κανείς μέχρι εκεί πάνω με ανθρώπινη δύναμη.. Γίναμε μούσκεμα και απογοητευμένοι πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Ευτυχώς ο γυρισμός ήταν στιγμιαίος, δεν υπήρξαν εμπόδια.. Η υπόλοιπη μέρα κύλησε ήσυχα· δεν υπήρχε όρεξη για τίποτα ούτε ποτέ επικοινωνήσαμε με τους άλλους για να μάθουμε αν έστω αυτοί τα κατάφεραν.. Για την ακρίβεια, δε θυμάμαι καν να κύλησε η υπόλοιπη μέρα, περάσαμε κατευθείαν στην επόμενη...
Νωρίς το πρωί είχαμε ένα απρόσμενο τηλεφώνημα. Ήταν η Ιωάννα και μας πληροφόρησε βιαστικά πως, λόγω κακοκαιρίας, η συναυλία είχε αναβληθεί για σήμερα και μας ξεσήκωσε να ξαναπάμε! Δε θέλαμε και πολύ, αμέσως ετοιμαστήκαμε και φύγαμε όπως-όπως, μόνο που αυτήν τη φορά θα ήμασταν (και πάλι) οι τρεις μας μόνο. Τότε ήταν που μου ήρθε μια "ανύπαρκτη ανάμνηση" στο μυαλό και μου γεννήθηκε μια απορία.. Πώς είχε καταφέρει τότε να γλιτώσει η Ιωάννα? Τι είχε γίνει τελικά, γιατί δε μας είπε τίποτα? Γιατί δε θυμάμαι να το συζητήσαμε καθόλου?.. Τα ερωτήματά μου έμειναν αναπάντητα, δεν είχαμε χρόνο για τέτοια εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να βιαστούμε, να φτάσουμε στο νησί, να συναντήσουμε την Ιωάννα, να αγοράσουμε τα εισιτήρια και να βρισκόμαστε στον χώρο της συναυλίας στην ώρα μας..
Όλα πάλι απ' την αρχή· το καράβι, το ταξίδι, ο καταρράκτης, όλα, εκτός απ' τον καιρό. Η βροχή και το χαλάζι είχαν πια δώσει τη θέση τους σ' έναν ενοχλητικό, αλλά όχι ανησυχητικό, κρύο αέρα. Κάτω, είχαν ρίξει παντού αλάτι, μιας και οι δρόμοι είχαν πιάσει πάγο, λες και χιόνιζε όλη νύχτα. Θα ερχόταν και ο δήμαρχος της πόλης στη συναυλία, μάθαμε κατά τη διάρκεια της διαδρομής.. Γι' αυτό έριξαν και το αλάτι, είπε κάποιος, χωρίς να βγάζει ιδιαίτερο νόημα.. Σύντομα, φτάσαμε και στο κωμικο-τραγικό σημείο του ταξιδιού, αμφιβάλλοντας για το τι θα αντικρίζαμε αυτήν τη φορά.. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, ένιωθα.. Ο "καταρράκτης" είχε πλέον εξαφανιστεί και το λεωφορείο ανέβηκε με εντυπωσιακή ευκολία τον κάθετο δρόμο, αψηφώντας όλους τους προβλεπόμενους νόμους της φυσικής. Κανείς δεν είπε τίποτα· ήταν για όλους μας απολύτως φυσιολογικό, μάλλον..
Το λεωφορείο έφτασε στον προορισμό του. Μας άφησε κοντά σε κάτι πέτρινα, μισοτελειωμένα κατασκευάσματα, ανάμεσα σε κάτι πολύ χοντρές κολώνες. Έμοιαζαν με αρχαία μνημεία, θα έλεγε κανείς, αλλά δεν υπήρχαν πουθενά ταμπέλες ή προστατευτικά. Ήταν ένα πολύ ήσυχο, απόμερο μέρος, αρκετά ψηλά σε υψόμετρο και αρκετά μακριά απ' την πλατεία στην οποία έπρεπε να βρεθούμε. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δε φαινόταν να μας ενοχλεί, αρκούσε που είχαμε φτάσει και που όλα έμοιαζαν πλέον εύκολα.. Αμέσως τρέξαμε προς τ' ανοιχτά, λαχταρώντας να δούμε την πόλη από ψηλά. Και ήταν όντως τόσο ψηλά.. Το μέρος έδειχνε παραμυθένιο από εκείνο το σημείο και όλα τόσο μικρά. Δε μείναμε για πολύ, μιας και ο χρόνος μας περιόριζε, αλλά ευτυχώς ο δρόμος προς το κέντρο ήταν εύκολος και συντομότερος απ' ό,τι τον περιμέναμε. Τελικά, φτάσαμε.
Ήταν πολύ διαφορετικό το να το βλέπεις από μακριά από το να βρίσκεσαι εκεί. Σε αντίθεση με την προηγούμενη "νεκρή" τοποθεσία, η κεντρική πλατεία ήταν τεράστια, ατελείωτη και γεμάτη ζωή.. Κόσμος παντού να πηγαινο-έρχεται ανάμεσα σε παρκαρισμένα, περίεργα οχήματα και αεροπλάνα, καθώς ταυτόχρονα μερικά, κάτι σαν διαστημόπλοια, πετούσαν αφύσικα-σιωπηλά εδώ και εκεί, σε τρομακτικά χαμηλό ύψος πάνω απ' τα κεφάλια μας. Έμοιαζε σαν να είχαμε μεταφερθεί σε άλλη εποχή, 100-150 χρόνια μπροστά τουλάχιστον.. Γινόταν ένας υπέροχος πανικός και εμείς μαγεμένοι απολαμβάναμε την κάθε εικόνα.
Μετά από λίγη ώρα, βρήκαμε τον χώρο αγοράς εισιτηρίων μαζί με μια ευχάριστη έκπληξη! Μέσα στο χάος συναντήσαμε τη Λένα -όχι τη μικρή...-, η οποία μόλις είχε κόψει 2 εισιτήρια για αυτήν και για την Ιωάννα που την/μας περίμενε έξω. Δε μάθαμε ποτέ πώς βρέθηκε η Λένα εκεί και αν είχε συμβεί όλο κατόπιν συνεννοήσεως, αλλά τελικά θα ήμασταν τετράδα απ' ό,τι φάνηκε. Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή που φτάσαμε στα ταμεία και περιμέναμε τα δικά μας εισιτήρια... Θα πρέπει να ήταν μια αξέχαστη συναυλία.. Μια συναυλία που ποτέ δεν πρόλαβα να "ζήσω".
17/2/15