Η γειτονιά, μάλλον και η πόλη ολόκληρη, ήταν χωρισμένη σε 2 μέτωπα. Τους απλούς κατοίκους και την εκφοβιστική συμμορία των μαύρων που προσπαθούσε να υποδουλώσει τους πάντες παίρνοντας τον έλεγχο στα χέρια της...
Ήταν κατακαλόκαιρο, έσκαγε ο τζίτζικας, πώς το λένε!? Εγώ είχα όπλο (κλασικά) και μια κιθάρα στην πλάτη. Έφυγα απ' το σπίτι μου βιαστικός και πήγα σε μία απ' τις βάσεις τους εκεί κοντά -μια μονοκατοικία που είχε υπόγειες εγκαταστάσεις-. Μπήκα μυστικά μέσα και εξερευνούσα τους διαδρόμους και τους χώρους, προσπαθώντας να φτάσω κάπου· δεν ξέρω που.. Οι "φρουροί" δε με είχαν καταλάβει στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά. Σκότωσα πολλούς και μπήκα πιο βαθιά.. Σύντομα με άκουσαν, με είδαν.. Το περίμενα, δεν αγχώθηκα. Αμέσως άρχισα να τρέχω. Με κυνήγησαν, με πρόλαβαν.. Ένας απ' αυτούς, αυτός που είχε την ευκαιρία να με σταματήσει, με πλησίασε τόσο που αναγκάστηκα και του έσπασα την κιθάρα στο κεφάλι για να τον σταματήσω.. Τελικά, πηγαίνοντας τυχαία από 'δω και από 'κει, βρέθηκα σ' ένα χώρο-δωμάτιο με διπλή πόρτα.. Την ίδια στιγμή, μπήκαν μέσα από απέναντί μου πολλά παιδιά με όπλα στα χέρια. Όχι παιδικά πιστολάκια, κανονικά και γεμάτα, σαν αυτά που δείχνουν στις ταινίες..
Τα είχαν στρατολογήσει με το ζόρι οι μαύροι φαίνεται, γιατί δεν ήταν σε ηλικία να κάνουν τέτοιες επιλογές.. Πάραυτα, ψυχρός και αδίστακτος εγώ, προσπάθησα να τα σκοτώσω, μα τελικά ήταν πάρα πολλά.. Το όπλο μου, μετά από μερικούς άστοχους πυροβολισμούς, είχε αδειάσει και κάπου εκεί κατάλαβα πως έφτανε το τέλος.. Βέβαια, για μια στιγμή ένιωσα ικανοποιημένος απ' όσα είχα καταφέρει και έτσι, αφήνοντας αυτό το συναίσθημα να με καταβάλει, παραδόθηκα χωρίς αντίσταση. Πέταξα το όπλο και έπεσα στα γόνατα λέγοντας "εντάξει, σκοτώστε με, ως εδώ έφτασα". Ένας μπόμπιρας πήγε να πυροβολήσει, αλλά μια κοπέλα φώναξε "όχι, σταμάτα!". Οι πυροβολισμοί έσκασαν μπροστά στα πόδια μου (όπως τυχαίνει να συμβαίνει πάντα στις ταινίες όπου δεν πρέπει να πεθάνει ο πρωταγωνιστής) και σταμάτησαν μετά τον λόγο της κοπέλας, η οποία φαινόταν να έχει ρόλο αρχηγού. Είπαν πως δεν έφταιγα εφόσον ουσιαστικά μ' ανάγκασαν να φερθώ έτσι και με λυπήθηκαν. Αμέσως μετά, με βοήθησαν να σηκωθώ και χωρίς να χάσουμε άλλο χρόνο μου έδειξαν τον δρόμο για την έξοδο. Καθώς κατεβαίναμε κάτι ορόφους -σαν διαδρόμους πολυκατοικίας ένα πράγμα- εγώ πηδούσα σαν το κατσίκι και πιανόμουν απ' τις κολώνες για να κατεβαίνω πιο γρήγορα. Ήταν σαν να πετάω, ένιωθα πιο ευέλικτος, πιο άνετος να "τρέχω" έτσι..
Σιγά σιγά το αδειάσαμε όλο, τους φάγαμε όλους εκεί μέσα και έπειτα βγήκαμε στην επιφάνεια, οδεύοντας προς την έξοδο. Φτάνοντας στην είσοδο είχε κάτι εκρηκτικά στημένα, έτοιμα να κάνουν τη δουλειά τους.. Εκείνη τη στιγμή, ένας τύπος ο οποίος ήταν κρυμμένος από πάντα εκεί, μας βοήθησε δείχνοντάς μας το κουμπί της πυροδότησης, το οποίο και πατήσαμε χωρίς δεύτερη σκέψη. Τα ενεργοποιήσαμε. Αμέσως ακούσαμε το χρονοδιακόπτη να μετράει και διάσπαρτοι τρέξαμε έξω.. Βγαίνοντας στον μικρό κήπο που είχε στην είσοδο, κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο και περίμενα αγωνιωδώς το μπαμ. Με το που έσκασαν γέμισα χαρά, ο στόχος είχε ολοκληρωθεί. Βέβαια, ο θόρυβος ήταν αρκετά μεγαλύτερος απ' την ίδια την έκρηξη.. Κοιτώντας πίσω μου, διαπίστωσα ελαφρώς απογοητευμένος, πως το μόνο που καταφέραμε να καταστρέψουμε ήταν η πρόσοψη του κτηρίου και τίποτα παραπάνω, αλλά δεν είχε σημασία. Το μόνο που είχε σημασία ήταν πως παρά τις αντιξοότητες τα είχα καταφέρει και ήμουν ακόμη σώος και αβλαβής. Τις στιγμιαίες εκείνες ευτυχισμένες σκέψεις ήρθε να μου διακόψει ένας φίλος, ο Άλφα, ο οποίος ήταν κι αυτός εκεί, παρακολουθώντας την έκρηξη από ένα γειτονικό θάμνο. Απ' ό,τι κατάλαβα πρέπει να βρισκόταν και αυτός για τον ίδιο λόγο εκεί, απλώς -προφανώς- είχε φτάσει καθυστερημένος.. Αμέσως, μου έκανε νόημα και εγώ έτρεξα και κρύφτηκα μαζί του πίσω απ' το δικό του πράσινο τείχος. Μείναμε για μερικά δευτερόλεπτα εκεί, όταν πριν προλάβω να τον ρωτήσω πώς και γιατί, μια ομάδα της συμμορίας κατέφθασε εξαγριωμένη στη σκηνή της καταστροφής.. Αυτοί ήταν πιο μεγάλοι, δεν αστειευόντουσαν. Μόλις είδαν την είσοδο, κατάλαβαν.. Αμέσως μπήκαν μέσα να δουν τι είχε γίνει, ενώ εμείς τρέξαμε προς την αντίθετη κατεύθυνση.. Όπου φύγει φύγει! Τα παιδιά τα έχασα για πάντα· δεν είδα τι έκαναν, ούτε που πήγαν.. Ο Άλφα μου έδωσε ένα δικό του πιστόλι και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως κρατούσα και ένα δεύτερο, το οποίο θυμήθηκα, ξαφνικά, πως μου είχε δώσει ο τύπος που κρυβόταν μέσα στο κτίριο και μας έδειξε το κουμπί της πυροδότησης (λίγο πριν βγούμε και κρυφτώ πίσω απ' το θάμνο).
Προσπαθούσα να τρέξω, αλλά (κλασικά) δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου. "Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς" μου φώναξε και αμέσως έβγαλα τις μπότες, βλέποντας αισθητή πρόοδο.. Σύντομα φτάσαμε σ' ένα φαρδύ, μεγάλο μονοπάτι, κάτι σαν χωμάτινο πεζόδρομο με γύρω γύρω δέντρα που έκλειναν πάνω, κάνοντας όλο αυτό να μοιάζει με στοά δάσους. Υποτίθεται το ξέραμε αυτό το μέρος, είχαμε ξαναπάει. Εγώ, πάλι ένιωσα την ανάγκη ν' ανέβω στα δέντρα και να πηδάω από κλαδί σε κλαδί για να κάνω γρηγορότερα και να έχω πιο ελεύθερη κίνηση. Ο μικρός Ταρζάν ξύπνησε και πάλι μέσα μου.. Ο άλλος έτρεχε στο έδαφος κανονικά, σαν κοινός θνητός που ήταν.. Σε κάποια φάση ήρθαν 2 άτομα και μας ζήτησαν να κάνουν μια ερώτηση. Νόμιζα πως ήταν η αστυνομία της πόλης, πως έμαθαν... Τελικά είπαν πως τους είχαν καλέσει για να 'ρθουν να ελέγξουν την κατάσταση του γιγαντιαίου φυτού στο τέλος της στοάς, το οποίο φήμες των πολιτών έλεγαν πως είχε φτάσει σε σημείο να προσπαθεί να φάει ανθρώπους. Τους είπαμε πως όντως είναι πολύ επικίνδυνο, πως όντως είχε μεγαλώσει τόσο και τους προειδοποιήσαμε να είναι προσεκτικοί. Δεν τους είπαμε ψέματα, το φυτό ήταν αλήθεια υπαρκτό!. Εκείνη την ώρα ταυτόχρονα, είχαμε βρει και μια τεράστια στολή μεταμφίεσης, κάτι σαν μεγάλο κολοκύθι. Ο Άλφα μπήκε μέσα και προχωρούσε κάνοντας μικρά αλματάκια, όπως κάναμε παλιά στις σχολικές επιδείξεις, μπαίνοντας μέσα σ' εκείνα τα παν-βρώμικα σακιά, προσπαθώντας να φτάσουμε πρώτοι στην απέναντι πλευρά της αυλής (ωραίες εποχές)..
Ενώ εγώ μιλούσα με τους άλλους, ξαφνικά εμφανίστηκε ένας εξίσου τεράστιος χιονάνθρωπος (με πόδια), τον οποίο γνωρίζαμε επίσης από κάπου και ήμουν σίγουρος πως δε συμπαθούσαμε καθόλου. Το κολοκύθι άρχισε να τον πειράζει και ο χιονάνθρωπος εκνευρισμένος έκανε κύκλους γύρω του, προσπαθώντας μάταια να τον πιάσει. Βλέποντας αυτήν τη γελοία σκηνή αποφάσισα να παρατήσω για 1 δευτερόλεπτο τους ανθρώπους και να "παίξω" με τις μασκότ του δάσους αυτού.. Ως δια μαγείας, βρήκα ένα σκοινί και το τύλιξα γύρω απ' το κεφάλι του χιονανθρώπου, καθώς περιστρεφόταν και το τράβηξα απότομα. Το κεφάλι έπεσε και από κάτω ξεπρόβαλε το κεφάλι του ανθρώπου που ήταν μέσα. "Του έκοψα το κεφάλι" φώναξα στον Άλφα χαρούμενος και αρχίσαμε να γελάμε εντυπωσιασμένοι. Οι άλλοι 2 μας κοιτούσαν παραξενεμένοι. Ήταν τόσο αστείο και διασκεδαστικό όλο αυτό. Για μια στιγμή ξανάνιωσα παιδί..
Ο τζιβιάρης, μαύρος (ο χιονάνθρωπος) νευρίασε και γούρλωσε τα μάτια του, κοιτώντας με απειλητικά. Την ίδια στιγμή ακούσαμε τις φωνές της συμμορίας πιο πίσω να πλησιάζουν.. Είχαμε καθυστερήσει, είχαμε χάσει αρκετό χρόνο με όλα αυτά και δε μας έπαιρνε άλλο.. "Τρέχα" είπα φωναχτά στον Άλφα και αμέσως το έβαλα στα πόδια.. Παρατήσαμε τους ανθρώπους, τα πάντα και τρέχαμε σαν τρελοί. Ο χιονάνθρωπος μας κυνήγησε κι αυτός, ο οποίος ξαφνικά, για κάποιον λόγο, είχε πάψει να είναι αργοκίνητος λες και περπατάει στο φεγγάρι..
Βγήκαμε απ' τη στοά, ήμασταν πια έξω απ' την πόλη σχεδόν. Συνεχίσαμε να τρέχουμε με όλη μας τη δύναμη στη μέση του δρόμου, προς την έξοδο.. Ο δρόμος κατέληγε σε αδιέξοδο σβήνοντας όμορφα μέσα στη θάλασσα, ενώ δεξιά ήταν το προαύλιο και η είσοδος ενός πολυτελέστατου ξενοδοχείου. Στα αριστερά, υπήρχε λίγο πιο πέρα ένα κάθετο, υπερυψωμένο, καφέ τείχος που έμοιαζε με χωμάτινο λόφο. Εκεί μπροστά κολυμπούσε αρκετός κόσμος, όμως εγώ, με την ταχύτητα που είχαμε, δεν κατάλαβα πού ξεκινούσε το νερό και φτάνοντας, προσπαθώντας να σταθώ κάπου για να πάρω μια ανάσα, μπλουπ!, βούλιαξα. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι έγινε, όλα συνέβησαν τόσο απότομα. Τρόμαξα, νόμιζα θα πνιγώ, όμως δεν άφησα τον φόβο να με κυριεύσει. Αμέσως συγκεντρώθηκα και ηρέμησα. Τελικά κατάφερα να κολυμπήσω και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήμουν και πάλι έξω στο τέλος του δρόμου, πατώντας στεριά. Ο Άλφα απλώς περίμενε, δεν έκανε κάποια κίνηση, ούτε είπε τίποτα, λες και είχε γίνει κάτι αναμενόμενο.. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο του είπα να κρυφτούμε μέσα στο νερό, μέχρι να σιγουρευτούμε πως είμαστε ασφαλείς. Έτσι, όπως ήμασταν ντυμένοι, βουτήξαμε και πήγαμε σε μια άκρη, όπου κολυμπούσε μια χαζοχαρούμενη τύπισσα μόνη της (μάλλον τουρίστρια αν κρίνω από τον αέρα της)..
Αυτή στον κόσμο της, δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα και μας κοιτούσε επίμονα, έτοιμη να πιάσει κουβέντα. Την πλησιάσαμε επιφυλακτικά και καθίσαμε για λίγο δίπλα της, κάνοντάς της νόημα να μείνει ήσυχη και χαλαρή σαν να μην είμαστε εκεί και έπειτα περιμέναμε υπομονετικά, με τα βλέμματά μας καρφωμένα στην άκρη του δρόμου. Σε λίγο, ακούσαμε φωνές. Ήταν οι μαύροι. Αμέσως, πήραμε βαθιά ανάσα και βουλιάξαμε κρατώντας τις αναπνοές μας. Ήρθαν κοντά· πολύ κοντά. Ήταν 2. Ο ένας μπήκε στο νερό μέχρι τη μέση και στάθηκε μπροστά μου στα 3 μέτρα.. Έψαξαν αριστερά δεξιά, όμως δεν μπήκαν πιο βαθιά.. Ευτυχώς κανείς δεν είπε τίποτα, λες και όλοι ήταν στο κόλπο.. Ατύχησαν, δε μας βρήκαν και άπρακτοι έφυγαν πίσω.. Εμείς περιμέναμε κι άλλο. Μείναμε μέσα όσο άντεχαν τα πνευμόνια μας.. Όταν πια σιγουρευτήκαμε πως όλα ήταν εντάξει βγήκαμε και πάλι στην επιφάνεια του νερού, μαζεύοντας σαν λυσσασμένοι το οξυγόνο του αέρα.
Ενώ σιγά σιγά επανερχόμασταν στους φυσιολογικούς ρυθμούς απολαμβάνοντας τη δροσερή θάλασσα, κοίταξα για λίγο γύρω μου, απορώντας για το από πού έρχονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κολυμπούσαν σ' αυτά τα νερά.. Δεν μπορούσα να χωνέψω το ότι έβγαιναν απ' το ξενοδοχείο και βουτούσαν στο νερό έτσι απλά. Καθώς λοιπόν σκάναρα με το, γεμάτο περιέργεια, βλέμμα μου την περιοχή, διαπίστωσα ξαφνικά, πως υπήρχε λίγο πιο δίπλα και μία 2η έξοδος απ' αυτήν την πισίνα-θάλασσα. Ήταν ένα στενό μονοπάτι που χώριζε το χωμάτινο τείχος στα 2 και μάλλον ήταν του ξενοδοχείου δημιούργημα.. Κανείς δε μας είδε, κανείς δε μας εμπόδισε. Ανεβήκαμε τα σκαλάκια και εισβάλαμε κύριοι, λες και ήμασταν κι εμείς τουρίστες που απλώς απολάμβαναν το μέρος. Τα νερά είχαν κιόλας στεγνώσει από πάνω μας και η διάθεσή μας ήταν πλήρως τουριστική. Πλέον ήμασταν ήρεμοι, δε θα μας έβρισκαν εδώ· ήμασταν ασφαλείς, ένιωθα..
Τώρα πώς να το περιγράψω, ήταν τεράστιο και πολύ περίεργο.. Όλο αυτό ήταν χτισμένο πάνω στην πλαγιά και ανάμεσα στα βράχια. Τα πάντα ήταν από ξύλο, τα μικρο-καταστήματα, οι καφετέριες, οι γεφυρούλες στους ανώμαλους διαδρόμους, τα διαχωριστικά τειχάκια, όλα· ενώ μικρά και μεγάλα φοινικόδεντρα ξεπρόβαλαν σε διάφορα σημεία, σκιάζοντας τον χώρο από 'δω κι από 'κει, συμπληρώνοντας έτσι το υπέροχο κλίμα. Όπου κι αν κοίταζες έβλεπες πανέμορφα τοπία με φόντο τη θάλασσα και τα πέρα βουνά, καθώς ταυτόχρονα ακουγόταν τσιλ-άουτ μουσικούλα να παίζει από παντού, με τους τουρίστες να πηγαίνουν πάνω κάτω, να κάθονται για καφέδες και φαΐ σε διάφορα μέρη και ξαπλώστρες και να χαλαρώνουν. Όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια. Έμοιαζε παράδεισος. Λίγο αργότερα, βρεθήκαμε έξω από ένα, κάτι σαν μαγαζάκι, με διάφορα φαγώσιμα και άλλα καλούδια, που στον ξύλινο τοίχο έξω απ' την είσοδο είχε κρεμασμένες μπανάνες. Πήραμε από μία μπανάνα με τον Άλφα, χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν λες και ήταν εκεί για δοκιμή· ή τουλάχιστον αυτό θα ισχυριζόμασταν πως πιστεύαμε αν μας έλεγε κανείς τίποτα. Γνωρίζαμε πως μάλλον θα έπρεπε να μείνουμε για αρκετές ώρες (ίσως και μέρα/μέρες) σ' αυτό το μέρος, οπότε θα έπρεπε να μαζεύουμε εφόδια απ' αυτά που βρίσκαμε αριστερά-δεξιά για να επιβιώσουμε.. Μετά το μαγαζάκι με τις μπανάνες, ακολουθήσαμε ένα γκρουπ που τους ξεναγούσαν στους χώρους, δείχνοντάς τους τα διάφορα μέρη και τοπία. Ό,τι φαγώσιμα και άλλα άφηναν πίσω οι τουρίστες ή μας έδιναν κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, εμείς τα μαζεύαμε. Ευτυχώς, δε μας είχε καταλάβει κανείς και όλα κυλούσαν όμορφα.. Οι φόβοι και το στρες της προηγούμενης κατάστασης είχαν εξαλειφθεί τελείως. Σύντομα μας μετέφεραν σ' έναν εσωτερικό, κλειστό χώρο για ν' ανέβουμε μια παλιά, κυλινδρική σκάλα η οποία θα μας έβγαζε κάπου ψηλά με ωραία θέα. Αυτή η σκάλα, όλως περιέργως, ήταν το μόνο μεταλλικό στοιχείο στον χώρο, αλλά εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απαρατήρητο.. Όλοι έμοιαζαν τόσο χαρούμενοι. Δυστυχώς, φτάνοντας πάνω μας είπαν πως για κάποιον λόγο ήταν κλειδωμένη η πόρτα και πως θα έπρεπε να φύγουμε, επιστρέφοντας ίσως αργότερα. Ο κόσμος απογοητεύτηκε. Εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει ακριβώς, δε δίναμε και ιδιαίτερη σημασία, καθώς την ίδια στιγμή μαζεύαμε από κάτω κάτι διαφημιστικά γιαουρτάκια με γεύσεις και κάτι εισιτήρια για κάποιο event της ημέρας. Είναι τόσο ωραίο και εύκολο να κάνεις τον τουρίστα! Σε λίγο αρχίσαμε να οδεύουμε όλοι μαζί άτακτα προς την έξοδο. Φωνές από αρκετές διαφορετικές γλώσσες που, ακούγοντας από 'δω και από 'κει ταυτόχρονα, δημιουργούσαν μια ακατάπαυστη βαβούρα που πλέον είχε αρχίσει να πλημμυρίζει το κεφάλι μου. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα γινόταν όλο και πιο έντονο.. Ως εκεί ήταν, παρότι περνούσαμε υπέροχα στον μικρό αυτόν παράδεισο, δεν άντεξα παραπάνω.. Η τουριστική φασαρία μάλλον με κέρδισε· ξύπνησα.
Προσπαθούσα να τρέξω, αλλά (κλασικά) δεν μπορούσα να κουνήσω τα πόδια μου. "Τρέξε όσο πιο γρήγορα μπορείς" μου φώναξε και αμέσως έβγαλα τις μπότες, βλέποντας αισθητή πρόοδο.. Σύντομα φτάσαμε σ' ένα φαρδύ, μεγάλο μονοπάτι, κάτι σαν χωμάτινο πεζόδρομο με γύρω γύρω δέντρα που έκλειναν πάνω, κάνοντας όλο αυτό να μοιάζει με στοά δάσους. Υποτίθεται το ξέραμε αυτό το μέρος, είχαμε ξαναπάει. Εγώ, πάλι ένιωσα την ανάγκη ν' ανέβω στα δέντρα και να πηδάω από κλαδί σε κλαδί για να κάνω γρηγορότερα και να έχω πιο ελεύθερη κίνηση. Ο μικρός Ταρζάν ξύπνησε και πάλι μέσα μου.. Ο άλλος έτρεχε στο έδαφος κανονικά, σαν κοινός θνητός που ήταν.. Σε κάποια φάση ήρθαν 2 άτομα και μας ζήτησαν να κάνουν μια ερώτηση. Νόμιζα πως ήταν η αστυνομία της πόλης, πως έμαθαν... Τελικά είπαν πως τους είχαν καλέσει για να 'ρθουν να ελέγξουν την κατάσταση του γιγαντιαίου φυτού στο τέλος της στοάς, το οποίο φήμες των πολιτών έλεγαν πως είχε φτάσει σε σημείο να προσπαθεί να φάει ανθρώπους. Τους είπαμε πως όντως είναι πολύ επικίνδυνο, πως όντως είχε μεγαλώσει τόσο και τους προειδοποιήσαμε να είναι προσεκτικοί. Δεν τους είπαμε ψέματα, το φυτό ήταν αλήθεια υπαρκτό!. Εκείνη την ώρα ταυτόχρονα, είχαμε βρει και μια τεράστια στολή μεταμφίεσης, κάτι σαν μεγάλο κολοκύθι. Ο Άλφα μπήκε μέσα και προχωρούσε κάνοντας μικρά αλματάκια, όπως κάναμε παλιά στις σχολικές επιδείξεις, μπαίνοντας μέσα σ' εκείνα τα παν-βρώμικα σακιά, προσπαθώντας να φτάσουμε πρώτοι στην απέναντι πλευρά της αυλής (ωραίες εποχές)..
Ενώ εγώ μιλούσα με τους άλλους, ξαφνικά εμφανίστηκε ένας εξίσου τεράστιος χιονάνθρωπος (με πόδια), τον οποίο γνωρίζαμε επίσης από κάπου και ήμουν σίγουρος πως δε συμπαθούσαμε καθόλου. Το κολοκύθι άρχισε να τον πειράζει και ο χιονάνθρωπος εκνευρισμένος έκανε κύκλους γύρω του, προσπαθώντας μάταια να τον πιάσει. Βλέποντας αυτήν τη γελοία σκηνή αποφάσισα να παρατήσω για 1 δευτερόλεπτο τους ανθρώπους και να "παίξω" με τις μασκότ του δάσους αυτού.. Ως δια μαγείας, βρήκα ένα σκοινί και το τύλιξα γύρω απ' το κεφάλι του χιονανθρώπου, καθώς περιστρεφόταν και το τράβηξα απότομα. Το κεφάλι έπεσε και από κάτω ξεπρόβαλε το κεφάλι του ανθρώπου που ήταν μέσα. "Του έκοψα το κεφάλι" φώναξα στον Άλφα χαρούμενος και αρχίσαμε να γελάμε εντυπωσιασμένοι. Οι άλλοι 2 μας κοιτούσαν παραξενεμένοι. Ήταν τόσο αστείο και διασκεδαστικό όλο αυτό. Για μια στιγμή ξανάνιωσα παιδί..
Ο τζιβιάρης, μαύρος (ο χιονάνθρωπος) νευρίασε και γούρλωσε τα μάτια του, κοιτώντας με απειλητικά. Την ίδια στιγμή ακούσαμε τις φωνές της συμμορίας πιο πίσω να πλησιάζουν.. Είχαμε καθυστερήσει, είχαμε χάσει αρκετό χρόνο με όλα αυτά και δε μας έπαιρνε άλλο.. "Τρέχα" είπα φωναχτά στον Άλφα και αμέσως το έβαλα στα πόδια.. Παρατήσαμε τους ανθρώπους, τα πάντα και τρέχαμε σαν τρελοί. Ο χιονάνθρωπος μας κυνήγησε κι αυτός, ο οποίος ξαφνικά, για κάποιον λόγο, είχε πάψει να είναι αργοκίνητος λες και περπατάει στο φεγγάρι..
Βγήκαμε απ' τη στοά, ήμασταν πια έξω απ' την πόλη σχεδόν. Συνεχίσαμε να τρέχουμε με όλη μας τη δύναμη στη μέση του δρόμου, προς την έξοδο.. Ο δρόμος κατέληγε σε αδιέξοδο σβήνοντας όμορφα μέσα στη θάλασσα, ενώ δεξιά ήταν το προαύλιο και η είσοδος ενός πολυτελέστατου ξενοδοχείου. Στα αριστερά, υπήρχε λίγο πιο πέρα ένα κάθετο, υπερυψωμένο, καφέ τείχος που έμοιαζε με χωμάτινο λόφο. Εκεί μπροστά κολυμπούσε αρκετός κόσμος, όμως εγώ, με την ταχύτητα που είχαμε, δεν κατάλαβα πού ξεκινούσε το νερό και φτάνοντας, προσπαθώντας να σταθώ κάπου για να πάρω μια ανάσα, μπλουπ!, βούλιαξα. Δεν πρόλαβα να καταλάβω τι έγινε, όλα συνέβησαν τόσο απότομα. Τρόμαξα, νόμιζα θα πνιγώ, όμως δεν άφησα τον φόβο να με κυριεύσει. Αμέσως συγκεντρώθηκα και ηρέμησα. Τελικά κατάφερα να κολυμπήσω και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ήμουν και πάλι έξω στο τέλος του δρόμου, πατώντας στεριά. Ο Άλφα απλώς περίμενε, δεν έκανε κάποια κίνηση, ούτε είπε τίποτα, λες και είχε γίνει κάτι αναμενόμενο.. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο του είπα να κρυφτούμε μέσα στο νερό, μέχρι να σιγουρευτούμε πως είμαστε ασφαλείς. Έτσι, όπως ήμασταν ντυμένοι, βουτήξαμε και πήγαμε σε μια άκρη, όπου κολυμπούσε μια χαζοχαρούμενη τύπισσα μόνη της (μάλλον τουρίστρια αν κρίνω από τον αέρα της)..
Αυτή στον κόσμο της, δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα και μας κοιτούσε επίμονα, έτοιμη να πιάσει κουβέντα. Την πλησιάσαμε επιφυλακτικά και καθίσαμε για λίγο δίπλα της, κάνοντάς της νόημα να μείνει ήσυχη και χαλαρή σαν να μην είμαστε εκεί και έπειτα περιμέναμε υπομονετικά, με τα βλέμματά μας καρφωμένα στην άκρη του δρόμου. Σε λίγο, ακούσαμε φωνές. Ήταν οι μαύροι. Αμέσως, πήραμε βαθιά ανάσα και βουλιάξαμε κρατώντας τις αναπνοές μας. Ήρθαν κοντά· πολύ κοντά. Ήταν 2. Ο ένας μπήκε στο νερό μέχρι τη μέση και στάθηκε μπροστά μου στα 3 μέτρα.. Έψαξαν αριστερά δεξιά, όμως δεν μπήκαν πιο βαθιά.. Ευτυχώς κανείς δεν είπε τίποτα, λες και όλοι ήταν στο κόλπο.. Ατύχησαν, δε μας βρήκαν και άπρακτοι έφυγαν πίσω.. Εμείς περιμέναμε κι άλλο. Μείναμε μέσα όσο άντεχαν τα πνευμόνια μας.. Όταν πια σιγουρευτήκαμε πως όλα ήταν εντάξει βγήκαμε και πάλι στην επιφάνεια του νερού, μαζεύοντας σαν λυσσασμένοι το οξυγόνο του αέρα.
Ενώ σιγά σιγά επανερχόμασταν στους φυσιολογικούς ρυθμούς απολαμβάνοντας τη δροσερή θάλασσα, κοίταξα για λίγο γύρω μου, απορώντας για το από πού έρχονταν όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κολυμπούσαν σ' αυτά τα νερά.. Δεν μπορούσα να χωνέψω το ότι έβγαιναν απ' το ξενοδοχείο και βουτούσαν στο νερό έτσι απλά. Καθώς λοιπόν σκάναρα με το, γεμάτο περιέργεια, βλέμμα μου την περιοχή, διαπίστωσα ξαφνικά, πως υπήρχε λίγο πιο δίπλα και μία 2η έξοδος απ' αυτήν την πισίνα-θάλασσα. Ήταν ένα στενό μονοπάτι που χώριζε το χωμάτινο τείχος στα 2 και μάλλον ήταν του ξενοδοχείου δημιούργημα.. Κανείς δε μας είδε, κανείς δε μας εμπόδισε. Ανεβήκαμε τα σκαλάκια και εισβάλαμε κύριοι, λες και ήμασταν κι εμείς τουρίστες που απλώς απολάμβαναν το μέρος. Τα νερά είχαν κιόλας στεγνώσει από πάνω μας και η διάθεσή μας ήταν πλήρως τουριστική. Πλέον ήμασταν ήρεμοι, δε θα μας έβρισκαν εδώ· ήμασταν ασφαλείς, ένιωθα..
Τώρα πώς να το περιγράψω, ήταν τεράστιο και πολύ περίεργο.. Όλο αυτό ήταν χτισμένο πάνω στην πλαγιά και ανάμεσα στα βράχια. Τα πάντα ήταν από ξύλο, τα μικρο-καταστήματα, οι καφετέριες, οι γεφυρούλες στους ανώμαλους διαδρόμους, τα διαχωριστικά τειχάκια, όλα· ενώ μικρά και μεγάλα φοινικόδεντρα ξεπρόβαλαν σε διάφορα σημεία, σκιάζοντας τον χώρο από 'δω κι από 'κει, συμπληρώνοντας έτσι το υπέροχο κλίμα. Όπου κι αν κοίταζες έβλεπες πανέμορφα τοπία με φόντο τη θάλασσα και τα πέρα βουνά, καθώς ταυτόχρονα ακουγόταν τσιλ-άουτ μουσικούλα να παίζει από παντού, με τους τουρίστες να πηγαίνουν πάνω κάτω, να κάθονται για καφέδες και φαΐ σε διάφορα μέρη και ξαπλώστρες και να χαλαρώνουν. Όλα ήταν τόσο ήρεμα, τόσο γαλήνια. Έμοιαζε παράδεισος. Λίγο αργότερα, βρεθήκαμε έξω από ένα, κάτι σαν μαγαζάκι, με διάφορα φαγώσιμα και άλλα καλούδια, που στον ξύλινο τοίχο έξω απ' την είσοδο είχε κρεμασμένες μπανάνες. Πήραμε από μία μπανάνα με τον Άλφα, χωρίς να ρωτήσουμε κανέναν λες και ήταν εκεί για δοκιμή· ή τουλάχιστον αυτό θα ισχυριζόμασταν πως πιστεύαμε αν μας έλεγε κανείς τίποτα. Γνωρίζαμε πως μάλλον θα έπρεπε να μείνουμε για αρκετές ώρες (ίσως και μέρα/μέρες) σ' αυτό το μέρος, οπότε θα έπρεπε να μαζεύουμε εφόδια απ' αυτά που βρίσκαμε αριστερά-δεξιά για να επιβιώσουμε.. Μετά το μαγαζάκι με τις μπανάνες, ακολουθήσαμε ένα γκρουπ που τους ξεναγούσαν στους χώρους, δείχνοντάς τους τα διάφορα μέρη και τοπία. Ό,τι φαγώσιμα και άλλα άφηναν πίσω οι τουρίστες ή μας έδιναν κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, εμείς τα μαζεύαμε. Ευτυχώς, δε μας είχε καταλάβει κανείς και όλα κυλούσαν όμορφα.. Οι φόβοι και το στρες της προηγούμενης κατάστασης είχαν εξαλειφθεί τελείως. Σύντομα μας μετέφεραν σ' έναν εσωτερικό, κλειστό χώρο για ν' ανέβουμε μια παλιά, κυλινδρική σκάλα η οποία θα μας έβγαζε κάπου ψηλά με ωραία θέα. Αυτή η σκάλα, όλως περιέργως, ήταν το μόνο μεταλλικό στοιχείο στον χώρο, αλλά εκείνη τη στιγμή μου πέρασε απαρατήρητο.. Όλοι έμοιαζαν τόσο χαρούμενοι. Δυστυχώς, φτάνοντας πάνω μας είπαν πως για κάποιον λόγο ήταν κλειδωμένη η πόρτα και πως θα έπρεπε να φύγουμε, επιστρέφοντας ίσως αργότερα. Ο κόσμος απογοητεύτηκε. Εμείς δεν καταλάβαμε τι είχε γίνει ακριβώς, δε δίναμε και ιδιαίτερη σημασία, καθώς την ίδια στιγμή μαζεύαμε από κάτω κάτι διαφημιστικά γιαουρτάκια με γεύσεις και κάτι εισιτήρια για κάποιο event της ημέρας. Είναι τόσο ωραίο και εύκολο να κάνεις τον τουρίστα! Σε λίγο αρχίσαμε να οδεύουμε όλοι μαζί άτακτα προς την έξοδο. Φωνές από αρκετές διαφορετικές γλώσσες που, ακούγοντας από 'δω και από 'κει ταυτόχρονα, δημιουργούσαν μια ακατάπαυστη βαβούρα που πλέον είχε αρχίσει να πλημμυρίζει το κεφάλι μου. Καθώς περνούσαν τα δευτερόλεπτα γινόταν όλο και πιο έντονο.. Ως εκεί ήταν, παρότι περνούσαμε υπέροχα στον μικρό αυτόν παράδεισο, δεν άντεξα παραπάνω.. Η τουριστική φασαρία μάλλον με κέρδισε· ξύπνησα.
3/4/16