Σε νησί και πάλι. Στο υπόγειο αυτού του εμπορικού κέντρου υπήρχαν οι εγκαταστάσεις του στρατού. Κανείς δεν επιτρεπόταν να κατέβει εκεί κάτω χωρίς ειδική άδεια. Ήμουν μόνος μου, αλλά το ήξερα καλά αυτό το μέρος... Κατέβηκα τα σκαλιά προσεκτικά κρατώντας ένα μικρό όπλο στα χέρια μου. Στους διαδρόμους και στις εισόδους υπήρχαν πάντα φρουροί οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν να σταθούν εμπόδιο στην "αποστολή" μου... Ήμουν αρκετά ήρεμος και πολύ σίγουρος για τις κινήσεις μου. Φαινόταν τόσο απλό.. Ύστερα από λίγο έφτασα και στον τελευταίο διάδρομο του υπογείου όπου είχε 2 πόρτες. Μία στο βάθος απέναντί μου και μία στα αριστερά, κάπου μετά τη μέση. 2 στρατιώτες-φρουροί πήγαιναν πάνω κάτω με αργά, τεμπέλικα βήματα φρουρώντας, υποτίθεται, τις 2 αυτές εισόδους. Η πόρτα στο βάθος οδηγούσε σ' ένα ακόμη χαμηλότερο επίπεδο, όπου στο τέλος έβρισκες το δωμάτιο του υπεύθυνου για την ομαλή λειτουργία των πραγμάτων εκεί κάτω.. Έξω, πάνω απ' την πόρτα ακριβώς υπήρχαν 2 μικρές τηλεοράσεις, στο μέγεθος κάμερας σχεδόν, στις οποίες μπορούσες να δεις τι συμβαίνει κάτω, στο δωμάτιο του υπεύθυνου. Χωρίς να χάσω ευκαιρία, όταν είδα πως γύρισαν πλάτη και απομακρύνθηκαν αρκετά από την αριστερή πόρτα, έτρεξα και μπήκα απαρατήρητος μέσα. Έκλεισα πίσω μου την πόρτα του δωματίου και αμέσως χαλάρωσα εντελώς. Ένιωθα πλέον απόλυτα ασφαλής, κανείς δε θα 'μπαινε εκεί μέσα..
Το δωμάτιο αυτό ήταν επιπλωμένο έτσι ώστε να μοιάζει με κανονικό δωμάτιο σπιτιού. Είχε τα πάντα, ντουλάπα, πολυθρόνα, κρεβάτι, γραφείο.. Είχε και έναν υπολογιστή, παλιάς τεχνολογίας στον οποίο καθόμουν και έπαιζα διάφορα video games όποτε κατέβαινα εκεί κάτω... Μόλις κάθισα λοιπόν στο μικρό γραφειάκι ξαφνικά άκουσα μια φωνή από πίσω μου. "Γιατί δεν παίρνεις την οθόνη απ' το δωμάτιο του υπεύθυνου έστω, να βλέπεις πιο άνετα", είπε. Ήταν ο πατέρας μου, μόνο που είχε διαφορετική εμφάνιση απ' ό,τι συνήθως.. "Εε, που να πηγαίνω μέχρι εκεί κάτω τώρα και πως θα την φέρω μέχρι εδώ", του απάντησα και συνέχισα "άσε καλά είμαι και μ' αυτήν, μια χαρά βολεύομαι". Η οθόνη για την οποία μιλούσε ήταν πραγματικά εντυπωσιακή, αλλά και ταυτόχρονα δύσκολη στη μετακίνηση. Που να την κουβαλήσεις πίσω χωρίς να σε καταλάβει και κανείς!? Αμέσως μετά σηκώθηκα πηγαίνοντας προς την έξοδο, παροτρύνοντας τον πατέρα μου να μ' ακολουθήσει. Ήθελα να του δείξω μέσα από εκείνες τις μικρές τηλεοράσεις τους λόγους για τους οποίους δεν έμπαινα στον κόπο να κάνω αυτήν τη διαδικασία τόσο καιρό..
Άνοιξα την πόρτα με απόλυτη ησυχία και την άφησα έτσι, ενώ ταυτόχρονα κρύφτηκα από πίσω κοιτάζοντας μέσα απ' τη χαραμάδα την πορεία των φρουρών. Ήμουν έτοιμος να βγω και να πηροβολήσω όταν για κακή μου τύχη μια ομάδα στρατιωτών μαζί με τον λοχαγό τους εμφανίστηκε οδεύοντας προς την άλλη πόρτα και το τελευταίο επίπεδο του υπογείου. Καθώς μας προσπερνούσαν ένας απ' αυτούς γύρισε το κεφάλι του τυχαία και οι ματιές μας συναντήθηκαν μέσα απ' τη χαραμάδα για ούτε μισό δευτερόλεπτο. Δυστυχώς ήταν αρκετό. Ο συγκεκριμένος ήταν ένας φίλος, ο Δέλτα, που βρισκόταν στο στρατό καιρό τώρα και το λίγο που με είδε ήταν αρκετό για να μ' αναγνωρίσει. Νομίζοντας πως και εγώ υπηρετώ εκεί, γύρισε αμέσως μ' ένα χαμόγελο να με χαιρετήσει. Ήξερα καλά τι θα επακολουθούσε. Τα βήματα σταμάτησαν απότομα και όλοι έστρεψαν την προσοχή τους στο δωμάτιο της "αποκάλυψης".. Δε θα προσπαθούσα ν' αντισταθώ καθόλου.. Μπαίνοντας μέσα και βλέποντας το όπλο στα χέρια μου του κόπηκε το χαμόγελο. Του το παρέδωσα έτοιμος να βγω προς τα έξω, λέγοντάς του απογοητευμένος πως είχε κάνει πολύ μεγάλο λάθος που σταμάτησε και γύρισε.. Την ίδια στιγμή μπήκαν και οι υπόλοιποι μέσα. Ο λοχαγός αμέσως κατάλαβε τι είχε γίνει.. Χωρίς καθυστέρηση και πολλά πολλά λόγια με πήραν μαζί τους οδηγώντας με προς τα πίσω, μάλλον σε κάποιο χώρο για ανάκριση ή κάτι τέτοιο.
Καθώς προχωρούσαμε συνειδητοποίησα πως το γκρουπάκι είχε αραιώσει.. Άλλοι είχαν μείνει πίσω μαζί με τον λοχαγό, ο Δέλτα μαζί μ' έναν ακόμα είχαν πάει αρκετά μπροστά και δύο άτομα μόνο ήταν αυτοί που πραγματικά με συνόδευαν.. Τότε βρήκα την ευκαιρία μου. Σταμάτησα απότομα και τους έσπρωξα προς τα πίσω ρίχνοντάς τους κάτω και αμέσως άρχισα να τρέχω. "Αυτό που κάνεις θα επιβαρύνει την ποινή σου" άκουσα τον λοχαγό να φωνάζει απ' τα βάθη του διαδρόμου. Φτάνοντας στην πορεία μου τον υπαίτιο όλου αυτού, του ζήτησα βιαστικά να μου δώσει πίσω το όπλο μου και να μην πει τίποτα. "Σταματήστε τον!", συνέχισε να φωνάζει ο λοχαγός. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, κανείς δεν πρόλαβε πραγματικά ν' αντιδράσει. Εκεί κάπου μέσα σ' όλη αυτή την ένταση, μία-δύο σκέψεις μ' έκαναν να καταλάβω... "Πως μπορεί να έμπλεξα εγώ μ' όλους αυτούς, πως βρέθηκε το πιστόλι στα χέρια μου και πως εγώ σ' εκείνο το μέρος εξαρχής", αναρωτήθηκα. Δεν μπορούσα να δώσω απάντηση, δεν μπορούσα να βρω το background της υπόθεσης, δεν μπορούσα να θυμηθώ.. Λες και είχα πάθει αμνησία.. 'Ομως όχι, πλέον ήμουν σίγουρος. Βρισκόμουν σε όνειρο και ένιωθα πως πρέπει να καταφέρω να ξυπνήσω, χωρίς να τους αφήσω να με πιάσουν ή ακόμα χειρότερα να με σκοτώσουν.. Θα μου πεις, ακόμη και έτσι θα ξυπνούσες, όμως αυτή τη φορά δεν ήταν όπως όλες τις άλλες. Αυτή τη φορά φοβόμουν να πονέσω, αυτή τη φορά ήθελα να ξυπνήσω ανώδυνα, έτσι έπρεπε. Πήρα το όπλο, πυροβόλησα τον δεύτερο στρατιώτη που ήταν εκεί κοντά και συνέχισα να τρέχω προς τις σκάλες -μιας και η βιαστική μου απόπειρα να διαφύγω απ' το κοντινότερο παράθυρο που βρήκα στο δρόμο μου απέτυχε-. Σύντομα είχα βγει κιόλας στο επίπεδο του εμπορικού, στο ισόγειο. Συνέχισα να τρέχω όσο πιο γρήγορα μπορούσα προσπαθώντας να εγκαταλείψω το κτήριο με κάθε κόστος... Ο κόσμος κυκλοφορούσε κανονικά στα μαγαζιά, κανείς δε νοιάστηκε γιατί ένας τρελός έτρεχε έτσι μέρα μεσημέρι, μέσα στην αγορά..
Έφυγα από εκεί και συνέχισα να τρέχω πανικόβλητος μέσα στους δρόμους, χωρίς να υπολογίζω αυτοκίνητα, πεζούς, φανάρια, δημιουργώντας σύγχυση στην κυκλοφορία καθώς τα κορναρίσματα έπεφταν βροχή στο πέρασμά μου.. Το εμπορικό κέντρο ήταν αρκετά απομακρυσμένο απ' την πόλη και τα υπόλοιπα κτήρια. Έπρεπε λοιπόν να κατευθυνθώ προς τα εκεί μήπως και καταφέρω για αρχή να κρυφτώ μέσ' στα στενά των πολυκατοικιών.. "Σταμάτα Γιάννη! Εεε, περίμενε!", ακούστηκε πάλι μια γνώριμη φωνή. Ήταν ένας άλλος φίλος, ο Γάμα, μαζί με τον αδερφό μου λίγο παρακάτω. Τους προσπέρασα καθώς έτρεχα, φωνάζοντας πίσω μου να μ' ακολουθήσουν διότι δεν μπορούσα να σταματήσω στ' ανοιχτά.. "Σταμάτα τώρα, είναι πολύ σημαντικό", συνέχισαν, έχοντας πλέον οι φωνές τους απομακρυνθεί αρκετά.. Φτάνοντας στις πρώτες πολυκατοικίες, πίσω από ένα τοιχάκι με δυο-τρεις κάδους σκουπιδιών, σταμάτησα. Το έδαφος ήταν καλυμμένο με μία πολύ λεπτή στρώση από στάσιμα νερά, πιθανότατα βρώμικα. Έσκυψα και στηρίχτηκα με τις παλάμες μου στα γόνατά μου. Είχα λαχανιάσει και ένιωθα την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά, λες και ήταν έτοιμη να πεταχτεί έξω από το σώμα μου. Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα έφτασαν λαχανιασμένοι και οι υπόλοιποι, μόνο που πλέον ήταν τέσσερις. Είχαν παρέα μαζί τους δύο απ' τα αδέρφια του Γάμα, τον Κάπα και τον Λάμδα, οι οποίοι μετά βίας έτρεχαν πίσω απ' τον αδερφό μου έτοιμοι να πέσουν κάτω απ' την κούραση. Χαμογέλασα ελαφρώς ανταλλάσσοντας ματιές σύντομου ενθουσιασμού και με τους δύο.. Είχα πολύ καιρό να τους δω.. Φτάνοντας δε, ο Κάπα ήρθε από πίσω μου και στηρίχτηκε πάνω μου και αμέσως, ένιωσα τον αγκώνα του στην πλάτη μου τόσο ιδρωμένο που ξαφνιασμένος γύρισα και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα ήταν αμέτρητες σταγόνες να κάνουν βουτιές απ' τα χέρια του και να γίνονται ένα με τα ήδη προϋπάρχοντα νερά της μικρής αυτής λίμνης που βρισκόμασταν.. "Θα κάνουμε μία πολύ σημαντική συναυλία", είπε ο Γάμα και συνέχισε. "Θα παίξουμε με τον αδερφό σου σ' ένα φεστιβάλ, σ' ένα μεγάλο χώρο με πολύ κόσμο και θα θέλαμε να έρθεις να παίξεις μαζί μας λέγοντας κανένα τραγούδι". "Αποκλείεται", είπα απότομα. "Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε με κυνηγάνε". "Ποιος", ρώτησε ο αδερφός μου ανήσυχος. "Ο στρατός και πιθανότατα και η αστυνομία της πόλης", συμπλήρωσα αγχωμένος κοιτώντας αριστερά-δεξιά μην τυχόν μας βλέπει κανείς.. Τα πρόσωπά τους πήραν αμέσως γκριμάτσες τεράστιας απορίας και φόβου καθώς συνειδητοποιούσαν ότι έχω μπλέξει άσχημα. Πριν προλάβει να πει κανείς οτιδήποτε άρχισα πάλι να τρέχω και με ένα "στάσου!" ξεκίνησαν και οι υπόλοιποι παίρνοντάς με στο κατόπι.
Ακόμη κι αν γνώριζα πως βρίσκομαι σε όνειρο ήταν πραγματικά δύσκολο ν' αναγκάσω τον εαυτό μου να ξυπνήσει. Όπως όταν ξέρεις ότι πρέπει να κοιμηθείς όμως δε νυστάζεις ιδιαίτερα και απλά ξαπλώνεις μη μπορώντας να κάνεις τίποτε άλλο, εκτός απ' το να περιμένεις να ρθει ο ύπνος να σε πάρει, την κατάλληλη κατ' αυτόν στιγμή. Και όσο κι αν ακούγεται περίεργο ή αντιφατικό, παρ' όλο το στρες, το άγχος και την καταπίεση της κατάστασης, μέσα μου ήμουν πραγματικά ήρεμος γιατί ήξερα, ήμουν σίγουρος πως ό,τι και αν γινόταν στο τέλος απλά θα ξυπνούσα. Έπρεπε απλά να βρω έναν τρόπο να ξυπνήσω πριν με πιάσουν... Και ήξερα ποιος ήταν αυτός. Το ένιωθα.. Έπρεπε να κουραστώ. Να τρέχω μέχρι να κουραστώ πραγματικά, έτσι ώστε να καταφέρω ν' αφεθώ στην κούραση και τελικά να ρθει και να με πάρει ο ύπνος. Και έτσι θα ξυπνούσα. Ανώδυνα. Όπως έπρεπε..
Λίγο μετά έφτασα σ' ένα αδιέξοδο όπου δύο τοιχάκια συνδυαστικά με την πλάτη μιας πολυκατοικίας μου έκλειναν το δρόμο. "Μην πας από 'κει, έρχονται από πίσω σου", ακούστηκε μια γυναικεία φωνή, μάλλον από αρκετά πίσω μου, καθώς εγώ έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια για να καταφέρω να σκαρφαλώσω το τοιχάκι μπροστά μου. Δεν έδωσα σημασία. Σύντομα, τα κατάφερα πέφτοντας πάνω σε κάτι κάδους και πεταμένες, χάρτινες κούτες. Δε σταμάτησα. Σηκώθηκα και αμέσως άρχισα και πάλι το τρέξιμο. "Ξέρουν που βρίσκεσαι, έρχονται από πίσω σου!", ξανα-φώναξε πιο δυνατά αυτή τη φορά η κοπέλα, που πλέον στεκόταν μαζί με τους υπόλοιπους που είχαν φτάσει στο αδιέξοδο. Μα ποιο το νόημα αυτής της φράσης, σκέφτηκα. Πίσω μου ήταν τα παιδιά και γιατί να σταματήσω αν όντως ερχόντουσαν από πίσω μου, απόρησα.. Κοντοστάθηκα για ένα δευτερόλεπτο όταν την ξανα-άκουσα να φωνάζει "Εε, από μπροστά σου εννοούσα".. Χωρίς δεύτερη σκέψη γύρισα πλάτη και άρχισα να τρέχω προς τα πίσω. Πήδηξα το τοιχάκι πατώντας άτσαλα πάνω στις χαρτόκουτες και αμέσως άρχισα να σκαρφαλώνω το δεύτερο τοιχάκι που πλέον είχε δώσει τη θέση του σ' ένα συρματόπλεγμα ελαφράς ανθεκτικότητας.. Ταυτόχρονα, μία απ' τις κούτες πετάχτηκε έτσι όπως παραπάτησα και έπεσε πάνω στο κεφάλι πιθανότατα της κοπέλας η οποία προσπαθούσε να με προειδοποιήσει νωρίτερα.. Η παρέα απ' την άλλη είχε πλέον μεγαλώσει κι άλλο. Ο Γάμα και κάποιοι ακόμα είχαν μείνει πίσω να βοηθήσουν την κοπέλα να συνέλθει, άλλοι κατάφεραν να ρίξουν το συρματόπλεγμα και έτρεχαν πίσω μου μέσ' στο στενό, ενώ άλλοι ήταν ήδη μπροστά και μας περίμεναν στο τελείωμα του δρόμου, εκεί όπου ξεκινούσε η αμμουδιά.. Όλοι γνωστοί και φίλοι.. Φτάνοντας εκεί είχε κι άλλο κόσμο. Υπήρχε επίσης ένα φιλέ beach volley στο οποίο διάφορα άτομα, παιδιά κυρίως, έπαιζαν περνώντας διασκεδαστικά την ώρα τους, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Κοντά σ' αυτούς ήταν και τα τρία άτομα που είχαν ήδη φτάσει εκεί νωρίτερα και μας περίμεναν.. Ήταν ο Άλφα-1 και ο Άλφα-2, δύο ακόμα φίλοι απ' το σχολείο, και η τρίτη ήταν μία άγνωστη στα μάτια μου κοπέλα, η οποία στεκόταν δίπλα σ' έναν απ' αυτούς. Έμοιαζαν κουρασμένοι αρκετά και οι τρεις. Τους προσπέρασα χαιρετώντας βιαστικά έτοιμος να συνεχίσω το τρέξιμο προς το κέντρο πόλης. "Στάσου Γιάννη, μισό να σου πω ρε λίγο", είπε ο Άλφα-1. Σταμάτησα και τον πλησίασα βιαστικός. "Να σου πω, δεν έχει νόημα να σ' ακολουθούμε από πίσω σου εμείς. Κάποιοι έχουν κουραστεί ήδη πολύ και επιπλέον μπορεί να βρούμε και εμείς τον μπελά μας αν μας δουν", είπε με σιγανή φωνή σέρνοντας τις λέξεις απ' την κούραση. "Ναι, δεν έχει νόημα", συμπλήρωσε και ο άλλος δίπλα στην κοπέλα, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι. "Ναι ρε, κανένα πρόβλημα. Καλύτερα να μείνετε εδώ", απάντησα βιαστικά και εγώ με τη σειρά μου και ξεκίνησα ν' απομακρύνομαι. Ο πρώτος, σούφρωσε τα χείλη του και με κοίταξε κατάματα μ' ένα βλέμμα που έμοιαζε να μου εύχεται καλή τύχη, γνωρίζοντας πως μπορεί να μη με ξανά-βλεπε και ποτέ. Του χαμογέλασα και είπα "χαιρετώ, θα τα πούμε πάλι, κάποια στιγμή" και πριν προλάβει να πει το οτιδήποτε τελείωσα τη φράση μου λέγοντάς του χαρακτηριστικά "μη στεναχωριέσαι, θα ξυπνήσω ελεύθερος"... Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του λες και του μιλούσε κάποιος τρελός που το 'χε χάσει, κάποιος τρελός που δεν ήξερε τι έλεγε.. Όμως εγώ ήξερα, ήξερα καλά. Μα πως να πεις σε κάποιον ότι δεν υπάρχει?.. Πως να του αποκαλύψεις ότι είναι απλά μέρος ενός ονείρου που σύντομα θα τελειώσει?.. Γύρισα το κεφάλι μου δίχως άλλη κουβέντα και συνέχισα το δρόμο μου κατευθυνόμενος προς το κέντρο της πόλης.
Σύντομα βγήκα μέσα απ' τα στενά σε μια μικρή πλατεία με πολύ κόσμο και φασαρία. Στο κέντρο υπήρχε ένα πολύχρωμο τρενάκι για παιδιά το οποίο έκανε μια ατελείωτη, ας πούμε κυκλική διαδρομή και δίπλα ακριβώς απ' αυτό ήταν χτισμένη μία διώροφη, πολυτελέστατη καφετέρια, η οποία έφτανε μέχρι τις πρώτες πολυκατοικίες στην άλλη πλευρά της πλατείας.. Ήμουν αρκετά κουρασμένος πια, ένιωθα τα χέρια μου αδύναμα και τα μάτια μου βαριά λες και είχα να κοιμηθώ μέρες.. Το μόνο που μου έμενε ήταν να βρω ένα ασφαλές και βολικό σημείο για να κλείσω τα μάτια μου για τόσο, ώσπου να ξυπνήσω.. Εκείνη τη στιγμή το τρενάκι μόλις ετοιμαζόταν να περάσει από μπροστά μου. Ήταν άδειο, δεν υπήρχε κανείς μέσα. Το κοίταξα βιαστικά και παίρνοντας μια γρήγορη απόφαση πήδηξα πάνω και άρχισα να σκαρφαλώνω. Κανείς δεν έμοιαζε να δίνει σημασία, όλοι πήγαιναν πάνω κάτω αφοσιωμένοι στις δουλειές τους.. Στο επόμενο λεπτό βρισκόμουν κιόλας στην οροφή του οχήματος οδεύοντας προσεκτικά μπροστά, προς τη μηχανή.. Τα βαγόνια ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο οπότε η μετακίνηση δεν ήταν τίποτα σπουδαίο. Φτάνοντας μπροστά κάθισα πίσω απ' το φουγάρο του τρένου και αφού σιγουρεύτηκα πως κανείς δε με βλέπει προσπάθησα να βολευτώ για να κοιμηθώ εκεί. Το τρενάκι ήταν αρκετά ψηλό, αν ερχόταν κανείς στην πλατεία από κάτω δεν υπήρχε περίπτωση να με δει, σκέφτηκα. Και εδώ που τα λέμε ποιος θα σκεφτόταν να κοιτάξει πάνω σ' ένα παιδικό τρενάκι? Έκλεισα τα μάτια μου σε μια απελπισμένη προσπάθεια να πείσω τον εαυτό μου πως ήμουν άνετα. Το τρένο πιθανότατα δεν πατούσε σταθερά στις ράγες του, διότι ένιωθα ένα ενοχλητικό τράνταγμα ανά στιγμές και εκτός αυτού, έκανε ήδη αρκετή φασαρία για να μπορέσω να ησυχάσω.. Την επόμενη στιγμή νόμισα πως άκουσα τον ήχο ενός ελικοπτέρου από μακριά.. Σκέψεις μήπως έρχονται για μένα ή μήπως με δει κανένα μάτι από κάποιο παράθυρο με κυρίευσαν και αμέσως γούρλωσαν τα μάτια μου. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ εκεί, μου ήταν αδύνατο. Το πήρα απόφαση και σηκώθηκα. Μόλις το τρενάκι περάσει δίπλα απ' την καφετέρια θα πηδήξω εκεί, σκέφτηκα. Το δεύτερο πάτωμα του μαγαζιού ήταν ανοιχτό, σαν ένα τεράστιο μπαλκόνι και ήταν ακριβώς στο ύψος της οροφής του τρένου. Έτσι και έκανα λοιπόν. Κατέβηκα τα σκαλοπάτια της καφετέριας αργά και ψύχραιμα, σαν κανονικός πελάτης, χωρίς κανείς να υποψιαστεί τίποτα και αμέσως χώθηκα στο πρώτο σκοτεινό στενάκι που βρήκα μπροστά μου.
Οι φωνές των στρατιωτών ηχούσαν συνεχώς στ' αυτιά μου όμως δεν τους έβλεπα πουθενά, το ίδιο και το ελικόπτερο. Ήταν λες και ήταν πάντα ένα βήμα πίσω μου, αλλά ποτέ εκεί.. Καθώς προχωρούσα στο στενό σκεφτόμουν που θα μπορούσα να πάω για να τους ξεφύγω μια και καλή. Ποιο θα ήταν το μέρος στο οποίο δε θα σκεφτόντουσαν να έρθουν.. Δε γινόταν έτσι απλά να συνεχίσω να τρέχω, οι αντοχές μου είχαν μειωθεί αισθητά και πλέον καθυστερούσα πάρα πολύ στις μετακινήσεις.. Κάπου εκεί συνειδητοποίησα ταυτόχρονα πως δε θα χρειαζόμουν άλλο πια το όπλο.. Άδικα το κουβαλούσα, σύντομα ή θα κοιμόμουν ή θα με έπιαναν.. Περνώντας δίπλα από ένα μικρό χώρισμα δύο πολυκατοικιών το πέταξα αδιάφορα πίσω από κάτι μαύρες σακούλες, μάλλον σκουπιδιών.. Βγαίνοντας απ' το στενό αντίκρισα και πάλι το εμπορικό κέντρο στο βάθος του τοπίου. Είχα βγει και πάλι στ' ανοιχτά και δυστυχώς δεν είχα απομακρυνθεί όσο νόμιζα.. Γύρισα το κεφάλι 180 μοίρες απ' τη φωλιά της απειλής και άρχισα να τρέχω προς τα εκεί. Ξαφνικά θυμήθηκα μια σημαντική πληροφορία που τόση ώρα μου διέφευγε.
Κάποια στιγμή στο παρελθόν -ίσως σε κάποιο άλλο όνειρο δεν ξέρω- είχα ξανάρθει σ' αυτό το μέρος, σ' αυτό το νησί. Τότε, υπήρχαν δύο τοποθεσίες που είχα βρεθεί οι οποίες ήταν αρκετά απομονωμένες απ' τον κόσμο και τη ζωή.. Το πρώτο ήταν στην άκρη, στο τέλος του νησιού.. Ήταν εκεί όπου ο μόνος φίλος που θα μπορούσες να 'χεις ήταν το κύμα και το κρύο αεράκι. Ήταν μια μικρή και ήσυχη αμμουδιά πίσω από έναν πανύψηλο λόφο, ο οποίος κοβόταν κάθετα και τελείωνε απότομα, λες και κάποιος είχε χρησιμοποιήσει ένα γιγάντιο μαχαίρι απ' αυτά που κόβουμε τις βασιλόπιτες, για να του δώσει αυτό το σχήμα. Κανείς δεν υπήρχε περίπτωση να σε βρει εκεί, κανείς δε θα πήγαινε στην τύχη, εκτός κι αν κάποιος ήξερε... Δυστυχώς όμως, αυτό το μέρος είχε μόνο ένα μονοπάτι για να πας και να γυρίσεις, δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Με λίγα λόγια, αν κάποιος επέλεγε να πάει εκεί για να κρυφτεί θα ήταν παγιδευμένος με μοναδική του διέξοδο τη θάλασσα... Άσε που είναι και πολύ μακριά από εδώ που βρίσκομαι για να φτάσω, σκέφτηκα και αμέσως απέρριψα το μέρος αυτό πηγαίνοντας στη δεύτερη μου σκέψη.. Η δεύτερη τοποθεσία λοιπόν, μπορεί να μην ήταν το ίδιο απόμερη, αλλά σίγουρα ήταν ένα αρκετά δύσκολο σημείο για να φτάσει κανείς.. Θα ήταν δύσκολο και για μένα, αλλά ήμουν πεπεισμένος πως αν κατάφερνα να φτάσω ως εκεί οι στρατιώτες δε θα ξόδευαν το χρόνο τους να ψάξουν μέχρι εκεί πάνω... Σ' αυτό το νησί υπήρχε ένα μέρος, ένα μικρό δάσος από ψηλά και πυκνά πεύκα στην κορυφή ενός βουνού, μέσα στο οποίο ήταν χτισμένο ένα μεγάλο και γέρικο, ξύλινο σπίτι. Αυτό το σπίτι, μετά από τόσα χρόνια όρθιο, ήταν πλέον αξιοθέατο για τους τολμηρούς και υπομονετικούς τουρίστες του νησιού... Τα τελευταία χρόνια το συντηρούσε ένας πολύ φιλήσυχος και φιλόξενος παππούς, ο οποίος ζούσε ταυτόχρονα εκεί κατεβαίνοντας πολύ σπάνια στο φως της πόλης.. Και αυτό γιατί ο δρόμος για να φτάσει κανείς ως το δασάκι δεν ήταν καθόλου εύκολος. Οι κάτοικοι του νησιού, με τα χρόνια είχαν χτίσει ένα μονοπάτι, αλλά οι φήμες έλεγαν πως πρέπει ν' ανέβεις 1.000 σκαλοπάτια για να δεις το ξύλινο αυτό αρχοντικό! Η αλήθεια είναι πως δε θυμόμουν γιατί και πως είχα βρεθεί εκεί την πρώτη φορά, αλλά όσο δύσκολο κι αν ήταν, σίγουρα εκείνη τη στιγμή ήταν ό,τι πιο ασφαλές μπορούσα να σκεφτώ σαν κρυψώνα..
Λίγη ώρα αργότερα, έχοντας κοντέψει αρκετά πια στην είσοδο του βουνού και των ατελείωτων σκαλοπατιών, βρέθηκα σ' έναν ανοιχτό, μεγάλο χώρο γεμάτο πράσινο, έξω από μια σχετικά μικρή εκκλησία. Μουσική και φωνές χαράς και γλεντιού απλώνονταν σ' όλο το προαύλιο της εκκλησίας, αλλά και γύρω απ' αυτήν, παντού, εδώ κι εκεί στο γρασίδι. Γάμος, σκέφτηκα.. Οι αντοχές μου λιγόστευαν όλο και περισσότερο και ο πανικός αυτός θα μπορούσε να είναι μια καλή ευκαιρία για μένα.. Για μια στιγμή σταμάτησα προσπαθώντας ταυτόχρονα να πάρω μια-δυο βαθιές ανάσες. Μήπως να μπω μέσα στην εκκλησία και να προσπαθήσω να κοιμηθώ εκεί, αναρωτήθηκα. Αλλά και που να καθόμουν, αν όντως ήταν κάποια τέτοια χαρμόσυνη τελετή θα μπαινόβγαινε κόσμος μέσα-έξω όλη την ώρα.. Δε θα μπορούσα να βρω πουθενά την ησυχία μου. Όχι, έπρεπε να κρατήσω όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει και να φτάσω μέχρι το δασάκι ό,τι και να γινόταν.. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να μου τράβηξε την προσοχή φεύγοντας από εκεί ήταν ένα μικρό σπιτάκι-καφέ που υπήρχε στα δεξιά της εκκλησίας, το οποίο μάλλον ήταν και μέρος αυτής.. Ξύλινο κι αυτό. Εκεί, απ' ό,τι κατάλαβα, μαζευόταν ο κόσμος για να μιλήσει πιο ελεύθερα με τους ιερείς της εκκλησίας και να συζητήσουν όλοι μαζί διάφορα θρησκευτικά θέματα και άλλα συναφή.. Περνώντας ανάμεσα απ' αυτό και την εκκλησία για να συνεχίσω το δρόμο μου, παρατήρησα με την άκρη του ματιού μου και κάποια τραπεζάκια τύπου στην είσοδο, στα οποία είχαν τοποθετημένα διάφορα σταυρουδάκια, κομποσκοίνια και εικονίσματα αγίων, πιθανότατα προς πώληση όλα..
Την επόμενη στιγμή βρισκόμουν κιόλας μπροστά στη μεγάλη πρόκληση.. Η είσοδος ήταν περιφραγμένη με κάγκελα και υπήρχε ένας τύπος-φύλακας σ' ένα κάτι σαν κιόσκι λίγο παραπέρα, στον οποίο μάλλον έκοβες εισιτήριο για να μπεις μέσα.. Τα πόδια μου σχεδόν έτρεμαν απ' την κούραση. Τα ένιωθα τόσο βαριά και κάθε μου βήμα ήταν λες και έσερνα ξένο σώμα.. Δεν μπορούσα πλέον να τα αισθανθώ δικά μου.. Είχα ιδρώσει.. Σταμάτησα για ένα δευτερόλεπτο. Έστρεψα απελπισμένος το βλέμμα μου στην πόρτα και μετά στο ανηφορικό μονοπάτι πίσω απ' αυτήν.. Για κάποιο άγνωστο λόγο η καγκελόπορτα ήταν ανοιχτή και χωρίς να το σκεφτώ άλλο συνέχισα να περπατάω (να προσπαθώ τουλάχιστον).. Δε γύρισα να κοιτάξω πίσω μου, αλλά εφόσον δεν ακούστηκαν φωνές ή οτιδήποτε θεώρησα πως είχα περάσει απαρατήρητος του φύλακα.. Ανέβηκα τα πρώτα σκαλοπάτια όταν σε κάποια φάση ένιωσα το παντελόνι μου έτοιμο να πέσει. Αμέσως έβαλα αγχωμένος τα χέρια μου στη μέση και το συγκράτησα, μένοντας για μερικά δευτερόλεπτα εκεί.. Αισθάνθηκα τόσο αδύναμος.. Η κούραση μου δεν κρυβόταν από πουθενά πια.. Δε θα άντεχα για πολύ ακόμα, το ένιωθα, το ήξερα.. Συνέχισα ν' ανεβαίνω φτάνοντας σύντομα σε μια πολύ μικρή, κρεμαστή γέφυρα.. Έκανα αργά το πρώτο βήμα χωρίς ιδιαίτερη εμπιστοσύνη, ούτε στη γέφυρα, αλλά ούτε και στον εαυτό μου πλέον.. Και είχα δίκιο. Στην επόμενή μου κίνηση παραπάτησα χάνοντας την ισορροπία μου και πριν καλά καλά το καταλάβω βρέθηκα γαντζωμένος απ' τα σκοινιά, σχεδόν κρεμασμένος στο κενό.. Η αλήθεια είναι πως δεν ήταν και τόσο υπερβολικά ψηλά, αλλά ακόμη κι αν επιβίωνα θα έπρεπε να ξανα-πάρω τη διαδρομή απ' την αρχή, πράγμα αδύνατο. Χωρίς να χάσω άλλο χρόνο έβαλα όλες μου τις δυνάμεις και σηκώθηκα καταφέρνοντας τελικά να περάσω στην απέναντι πλευρά. Έπειτα απ' αυτό όλα κύλησαν κανονικά.. Δε συνάντησα κάποια άλλη ιδιαίτερη δυσκολία -αν εξαιρέσεις το ότι πήγαινα με ταχύτητα χελώνας- ώσπου κάποια στιγμή αντίκρισα μπροστά μου μία ταμπέλα. Η ταμπέλα αυτή, επιβεβαίωνε προς έκπληξή μου την ύπαρξη του ξύλινου σπιτιού στην κορυφή του βουνού!.. Εκείνη τη στιγμή μια αυθόρμητη εκπνοή ανακούφισης ξεγλίστρησε από τα χείλη μου γεμίζοντάς με με ελπίδες. Όλα ήταν όπως ακριβώς τα θυμόμουν και πλέον ήξερα πως ήμουν πολύ κοντά στη λύτρωσή μου.. Μάζεψα όσες δυνάμεις μου είχαν απομείνει και με ένα αποφασιστικό βήμα συνέχισα την πορεία μου στο μονοπάτι της αφύπνισης.. Η ταμπέλα, έδειχνε επίσης και έναν αριθμό. Ήταν το νούμερο 100 με μαύρα μεγάλα γράμματα και αυτός ο αριθμός υποδήλωνε τα σκαλοπάτια που είχε ανέβει κάποιος μέχρι εκείνο το σημείο... Το νούμερο αυτό ήταν και η τελευταία εικόνα που θυμάμαι πριν ανοίξω τα μάτια μου..
19/1/16