13 Μαρτίου 2014

τι κόκκινο, τι μπλε...


Πόσο γρήγορα έγιναν "όλα"?...
Και όμως τόσο αρκετά, τόσο δυνατά για να θυμίζουν ακόμα... Και για πόσο ακόμα
?.. Και για όσο ακόμα.. Να θυμίζουν πως, δεν κάναμε κάτι, μα...δεν κάναμε και τίποτα.. Τόσο δυνατά όλα... Πάντα έτσι γινόταν "εδώ" γύρω.. Πάντα, αστεία λέξη (και αυτή) για το λίγο μας.. Με κούρασε πια το βάρος του όγκου της.. Αν ήμασταν μπαλόνια θα είχαμε ήδη σκάσει, μοιρασμένοι σε κομμάτια ξεχασμένα, εδώ και εκεί.. Κομμάτια που δεν πρόλαβαν να γευτούν το πως είναι να μην είσαι κομμάτια, το πως είναι να είσαι ένα... Αλλά όχι, όχι δεν θα μπορούσαμε να είμαστε μπαλόνια.. Αυτά είναι χαρούμενα, πάντα χαρούμενα. Ακόμη και σκασμένα υποδηλώνουν την ύπαρξη μιας κάποτε χαράς.. Γι' αυτό φτιάχνονται άλλωστε. Όχι, δεν θα μπορούσαμε.. Εμείς θα 'μασταν κεριά.. Από 'κείνα που φτιάχνονται για ν' ανάψουν και να δώσουν φως.. Από 'κείνα που φτιάχνονται για ν' ανάψουν, να καούν και να σβήσουν. Από 'κείνα που φτιάχνονται να ζήσουν.. Ναι, θα ήμασταν κεριά που φτιάχτηκαν μ' αυτόν το σκοπό, μα δεν άναψαν ποτέ.. Ξεχάστηκαν -η και όχι- σ' εκείνον τον πάγκο της πιο μικρής εκκλησίας, δίπλα στα καμμένα και τελικά πετάχτηκαν μαζί μ' αυτά.. Σίγουρα τέτοια θα 'μασταν.. Τόση φωτιά μέσα μας, μα το φιτίλι άθικτο.. Κάποιος είπε κρίμα, κάποιος μαλακία.. Άλλοι βλέπουν μα δεν λένε τίποτα.. Άλλοι πάλι δεν θα μάθουν ποτέ... Ούτε εμείς θα μάθουμε, παιδιά σαν είμαστε (ακόμα)..
Πως τα φέρνει καμιά φορά η ζωή... Και που να ξέραμε εμείς που θα κατέληγε εκείνο το "...καλώς ήρθες λοιπόν!"?.. Και θυμάμαι και όλο τον υπόλοιπο διάλογο, επί λέξη. Τι περίεργο για μια τέτοια μνήμη.. Αστείες ειρωνείες, κουραστικές πια.. Δεν το μπορώ άλλο αυτό το χιούμορ, πόνεσαν τα μάγουλά μου.. Φτάνει. Άλλωστε, το γέλιο είναι για να το μοιράζεσαι, όχι?.. Και δεν λέω, τουλάχιστον αυτό το καταχραστήκαμε επάξια.. Και σ' ευχαριστώ γι' αυτό, το είχα ανάγκη.. Το είχαμε μάλλον και οι δυο μας.. Μα τίποτα δεν κρατάει για πάντα.. Και τώρα ήρθε ο καιρός να πούμε ψέματα με τη σιωπή μας.. Να λέμε, μέχρι αυτά να γίνουν η αλήθεια.. Ήρθε ο καιρός να γελάμε ψέματα, μέχρι να μας φανούν αστεία, μέχρι το μέχρι να γίνει σύντομα και συντομότερα επιτέλους..
Πόσο γρήγορα έγιναν
"όλα", πόσο λάθος?..
Λάθος τόπος, λάθος τρόπος.. Λάθος εποχή, ίσως άργησα πολύ.. Μα που να 'ξερα ο καημένος, άνθρωπος και εγώ.. Και εκεί που νομίζεις ότι γλίτωσες, έστω για μια κλεφτή ανάσα, να 'τος πάλι μπροστά σου... Σου είχα πει κάποτε πως, είναι πολύ κρίμα, σαν έρχεται η στιγμή που συνειδητοποιείς πως, κάποιους ανθρώπους τους γνώρισες στο τόσο λάθος μέρος, τον τόσο λάθος χρόνο και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα γι' αυτό.. Ο χρόνος...ούτε για μια κλεφτή ανάσα μακριά.. Και σ' είχα αφήσει με την απορία τότε, μα... Τουλάχιστον τώρα ξέρεις.. Τώρα ο χρόνος πέρασε.. Και σχεδόν το ζήσαμε, όπως και για όσο μας δόθηκε.. Και δεν κάναμε κάτι, μα δεν κάναμε και τίποτα.. Η γεύση ήταν αρκετή για να μοιάζει αληθινό, ήταν αρκετή για να ξέρουμε πως, ήταν αληθινή και ας μη μάθαμε ποτέ το πως είναι να είσαι ένα..
Πως είναι άραγε να νιώθεις την απώλεια αυτού που δεν είχες ποτέ?.. Νόμιζες δεν υπάρχει συναίσθημα γι' αυτό? Και εγώ έτσι νόμιζα.. Έκανα λάθος. Άργησα, μα τώρα κατάλαβα.. Είχες δίκιο τελικά. Κόκκινο ήτανε...τώρα έγινε μπλε.. :)
Μακάρι να ήμασταν μπαλόνια, από 'κείνα του λούνα παρκ, και να γλιστρούσαμε "κατά λάθος" απ' τα χέρια τους, απ' τους κανόνες τους, και να πετούσαμε ψηλά.. Ψηλά και μακριά, μέχρι να σκάσουμε παρέα και τα κομμάτια μας να χαθούν εδώ και εκεί στο κάπου, χαρούμενα..




Πόσο γρήγορα περνάει ο καιρός?..
Ήδη μια βδομάδα...

9 Μαρτίου 2014

Απρόσκλητοι Επισκέπτες

Παράθυρα πουθενά, δεν έβλεπες έξω.. Είχα χάσει την αίσθηση του χρόνου.. Καθόμουν ακίνητη και σιωπηλή για ώρα σε μια γωνιά του -ας πούμε- δωματίου, κοιτώντας απορημένη τα πάντα γύρω μου.. Ήταν τόσο περίεργο για σπίτι.. Και σίγουρα, τόσο περίεργο για σπίτι μας.. Όλα βρισκόντουσαν σ' έναν ενιαίο χώρο, ένα τεράστιο πολύγωνο για την ακρίβεια, με σκούρο καφέ παρκέ για πάτωμα και μ' ένα πολύ ψηλό ταβάνι.. Κάτι σαν μια, ιδιαίτερη κάπως, πίστα χορού θα έλεγε κανείς με μια πρώτη ματιά.. Στο βάθος απέναντί μου υπήρχαν τρεις πόρτες, μία σε κάθε τοίχο.. Αυτή στα δεξιά οδηγούσε στο σαλόνι, η μεσαία στην τραπεζαρία και η αριστερή στην κουζίνα. Υπνοδωμάτια δεν υπήρχαν, εκτός από ένα μικρό χώρο, κάπου εκεί στα δεξιά, που θύμιζε το δωμάτιό μου, όμως ήταν ενσωματωμένο σ' αυτήν την τεράστια πίστα, δεν ήταν ξεχωριστός χώρος.. Και τα πάντα εκεί μέσα ήταν τόσο, άνω κάτω.. Σκόρπια ρούχα και έπιπλα παντού, να χρωματίζουν το περίεργο αυτό μέρος με σκούρο μοβ και πράσινο χρώμα, αναλόγως.. Τίποτα στη θέση του.. Και ποια να ήταν η θέση τους άραγε?...
Έκανα μερικά βήματα μπροστά κατεβαίνοντας βιαστικά τα
2-3 σκαλοπάτια, τα οποία οδηγούσαν στο κέντρο του δωματίου.. Και τότε είδα την οικογένειά μου -μαμά, μπαμπάς, αδερφός- να στέκονται εκεί στη μέση, όλοι μαζί και να με κοιτάνε επίμονα, σαν να με περίμεναν από ώρα να πάω κοντά τους.. Τους πλησίασα. Φτάνοντας, οι ομιλίες τους ξαφνικά έσπασαν την τρομακτική σιωπή που επικρατούσε ως τότε.. Αρχίσαμε να μιλάμε μεταξύ μας, όλοι μαζί ταυτόχρονα, βιαστικά και αγχωμένα.. Κανείς μας δεν ήταν ήρεμος, λες και όλοι ήξεραν... Η ανησυχία ήταν πια ξεκάθαρα ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.. Φοβήθηκα.. Το μοναδικό πράγμα που θυμάμαι να λέμε ήταν πως, κάτι περίεργο συμβαίνει, κάτι δεν πάει καλά.. Και τότε, λίγα δευτερόλεπτα μετά, εμφανίστηκαν απ' το πουθενά!..
Ερχόντουσαν κάτω απ' τα έπιπλα, ανάμεσα απ' το σαλόνι και την τραπεζαρία, τρέχοντας με μανία κατά πάνω μας.. Ποιος ξέρει από που και πως μπήκαν.. Μόλις τους είδα πάγωσα.. Έμεινα ακίνητη με γουρλωμένα τα μάτια, σαστισμένη απ' την εικόνα.. Ένιωθα πως ήθελα να ουρλιάξω, μα η φωνή μου δεν έβγαινε..
Ήταν τρεις και είχαν όλοι τους κοφτερά, απειλητικά νύχια, μικρά κατάμαυρα μάτια και ένα άγριο, κακόβουλο βλέμμα.. Ο πρώτος, είχε πράσινο, λαδί τρίχωμα και μια ιδιαίτερη μυτερή ουρά, σαν βελόνα.. Ο δεύτερος, ήταν πιο φυσιολογικός, μόνο που ήταν σκούρο καφέ χρώμα.. Ο τρίτος δε, είχε σκούρο μοβ προς μαύρο τρίχωμα, δυο μικρά φτερά που έμοιαζαν με νυχτερίδας και τα δόντια του ήταν μεγάλα σαν βρικόλακα.. Και το πιο ανατριχιαστικό, ήταν όλοι τους υπερβολικά μεγάλοι για αρουραίοι.. Ίσα με το μέγεθος μιας μεγάλης γάτας.. Περιέργως, ήταν εντυπωσιακά σιωπηλοί και οι τρεις τους για οργισμένα τέρατα.. Δεν έβγαζαν κανένα απολύτως ήχο, λες και τους είχες βάλει στο mute!..
Την επόμενη στιγμή η μητέρα μου πετάχτηκε μπροστά μου αγκαλιάζοντάς με και αναγκάζοντάς με να τους χάσω απ' το οπτικό μου πεδίο.. Αμέσως, άρχισαν όλοι μαζί να μου λένε πως δεν είναι τίποτα και πως δεν χρειάζεται ν' ανησυχώ, προσπαθώντας να με καθησυχάσουν.. Τους εμπιστεύτηκα.. Έκλεισα στιγμιαία τα μάτια μου παίρνοντας μια βαθιά ανάσα.. Προς στιγμήν ηρέμησα.. Όταν τα ξανάνοιξα οι αρουραίοι είχαν ήδη εξαφανιστεί.. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε η μητέρα μου με κοίταξε κατάματα και μου είπε πως έπρεπε γρήγορα να ετοιμάσω τις βαλίτσες μου, γιατί την επόμενη μέρα θα έφευγα για Κέρκυρα.. Έτσι και έγινε. Πήγαμε μαζί και τις ετοιμάσαμε, χωρίς όμως να σχολιάσουμε τίποτα για ό,τι συνέβη.. Το επόμενο πρωί πήρα τα πράγματά μου και έφυγα.. Το ταξίδι ήταν πολύ πιο σύντομο απ' ό,τι θα περίμενε κανείς... Έφτασα, επιτέλους.. Πάντα τη βαριόμουν αυτήν τη διαδρομή.. Τόσες πολλές ώρες χωρίς τίποτα ουσιαστικό να δεις, να κάνεις..
Μπήκα στο σπίτι ιδρωμένη, πέταξα τις βαλίτσες στο κρεβάτι και επέτρεψα στον εαυτό μου μια ελεύθερη πτώση, μπρούμυτα στο δίπλα καναπεδάκι.. Σκέφτηκα να μείνω έτσι δυο λεπτά να ηρεμήσω κάπως.. Είχα τόσα πολλά να κάνω, μα ένιωθα ακόμη πολύ κουρασμένη... Λίγο μετά πήρα την απόφαση και σηκώθηκα.. Νόμιζα πως το μυστήριο, χθεσινοβραδινό γεγονός στο περίεργο αυτό σπίτι είχε γίνει πια παρελθόν.. Πόσο λάθος έκανα.. Άνοιξα τις βαλίτσες μου για ν' αρχίσω σιγά σιγά να βάζω τα πράγματα στη θέση τους.. Και τότε ξαφνικά, τους είδα πάλι μπροστά μου.. Δεν πρόλαβα να κάνω ούτε βήμα.. Με τη μία πετάχτηκαν μέσ' απ' τα ρούχα πάνω μου και χωρίς δεύτερη σκέψη άρχισαν να με δαγκώνουν με όλη τους τη δύναμη στα χέρια -κοντά στους αγκώνες- και να με γρατζουνάνε με μίσος στους ώμους, στο στέρνο και στα πόδια.. Προσπαθούσα ν' αντισταθώ κάνοντας σπασμωδικές, απωθητικές κινήσεις με τα χέρια και κουνώντας ταυτόχρονα το κεφάλι μου απότομα αριστερά-δεξιά, αλλά μάταια.. Μέσα σε λίγα λεπτά, είχα πλέον γίνει ένα με το κόκκινο, μα δεν το 'βαζα κάτω.. Στεκόμουν ακόμη εκεί, ακίνητη, αλύγιστη να προσπαθώ το αδύνατο.. Ήμουν γεμάτη φόβο μα και οργή ταυτόχρονα.. Δεν θα τα παρατούσα έτσι απλά, ό,τι και αν μου κόστιζε.. Όλως παραδόξως, η αίσθηση του πόνου απουσίαζε απ' τη σκηνή της φρίκης.. Τι ειρωνεία, δεν μου 'χε φανεί καθόλου περίεργο τότε... Οι αρουραίοι, ακούραστοι, συνέχισαν να μου ξεσκίζουν το δέρμα με τόση μανία, που πολύ σύντομα άρχισαν να φαίνονται μέχρι και τα κόκαλα στα χέρια μου.. Σφίχτηκε η καρδιά μου και κόπηκε η ανάσα μου!.. Δεν μπορούσα να τους σταματήσω με τίποτα, ο τρόμος είχε αρχίσει πια να με κυριεύει ολοκληρωτικά.. Η μοιραία κατάληξη ήταν πλέον αναμενόμενη.. Μέσα σ' όλο τον πανικό, το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, είναι να σκέφτομαι το τι έχω κάνει λάθος για να πάθω κάτι τέτοιο και να επαναλαμβάνω μηχανικά την ερώτηση στον εαυτό μου ξανά και ξανά, χωρίς να μπορώ να μου δώσω κάποια απάντηση..
Ώσπου, η πρωινή αναπάντητη στο κινητό μ' άφησε με την απορία να βρίσκεται για ώρα κάπου στην άκρη του μυαλού μου, μέχρι που τελικά ηρέμησα και πήρα την απόφαση να σηκωθώ απ' το κρεβάτι...



..όνειρο μιας φίλης..
Χ.Σ. 8/1/14