Ήμουνα λέει σπίτι σου, σ' ένα τεράστιο σπίτι που δεν το 'χα ξαναδεί. Ένα σπίτι που σίγουρα αν το 'βλεπες έλεγες πως έχουν πέσει πολλά λεφτά πάνω του.. Βέβαια, μου είχε φανεί τόσο καθημερινό όλο αυτό, τόσο απλό.. Λες και ζούσαμε σ' ένα τέτοιο κόσμο όλοι μας, λες και κάθε πολυκατοικία στη σειρά του δρόμου απαρτιζόταν από τέτοια διαμερίσματα. (Ο Θεός να το κάνει...) Και στεκόμουν όρθιος, σ' ένα χώρο που μάλλον έμοιαζε με σαλόνι η κάτι τέτοιο, ακίνητος και μαγεμένος απ' το περιεχόμενο να παρατηρώ το κάθε τι που με περιέβαλε.
Ψηλό ταβάνι μ' ένα ελαφρό τρούλο και πολύφωτα να κρέμονται σκόρπια εδώ και εκεί, όπως σίγουρα θα ήταν και το υπνοδωμάτιο μιας πριγκίπισσας σ' ένα παλάτι.. Γύρω γύρω παντού τζάμια, τεράστια, από 'κείνα τα παράθυρα που απλά υπάρχουν μα δεν ανοίγουν, να προσκαλούν προκλητικά το ανελέητο φως του ήλιου να μπει μέσα και να βιάσει την ηρεμία του σκοταδιού και με βασιλική αγένεια να εκδιώξει κάθε σκιά που θα προσπαθούσε να επιβιώσει στο χώρο.. Τα πάντα ήταν γεμάτα χρώματα. Χρώματα πολλά και απροσδιόριστα, τυχαία κατανεμημένα στ' αντικείμενα λες και κάποιος είχε ζωγραφίσει το σπίτι με πινέλο το ουράνιο τόξο.
Δε θυμάμαι πόση ώρα πέρασε όταν ασυνείδητα, κατευθύνθηκα προς το βάθος του σαλονιού εκεί όπου ήταν τοποθετημένες οι γυάλες με τα κατοικίδιά σου, η μία δίπλα στην άλλη σε σχήμα ορθής γωνίας. Κάτι γυάλες τετράγωνες και τεράστιες ίσα με ένα στούντιο η κάθε μία και με ύψος 5-6 μέτρα το λιγότερο!.. Η γωνιακή επικοινωνούσε με τις άλλες δύο με κάτι περίεργους σωλήνες (σαν μπουριά απορροφητήρα ένα πράγμα), χωρίς φαινομενικά να υπάρχει συγκεκριμένος λόγος που συνδέονταν μεταξύ τους. Οι δύο γεμάτες με νερό, η τρίτη όχι.. Η τελευταία βέβαια, είχε στο κέντρο της ένα χοντρό, υπερβολικά λοξό κορμό δέντρου ο οποίος κατέληγε σε μερικά ξεραμένα κλαδιά και όλο αυτό έβγαινε μέσα απ' το τσιμέντο το οποίο ήταν και ο πάτος της γυάλας.. Μου είχες πει για τα κατοικίδιά σου, ήμουν σίγουρος, αλλά ποτέ μου δεν έτυχε μάλλον να τα δω.. Ήταν 3. Και όλα τους αφύσικα..
Το ένα, ψάρι, πολύχρωμο με κάτι σαν ρίγες, διαφορετικού χρώματος η κάθε μία και μεγάλο περίπου στο μέγεθος μιας σκασμένης και πατημένης μπάλας ράγκμπι.. Τα πτερύγιά του δε, ήταν τόσο μικρά που έμοιαζαν άχρηστα, και από μακριά ίσως δεν τα παρατηρούσες καν.. Το δεύτερο ήταν μια χελώνα, που κινούνταν σχεδόν με ταχύτητα ψαριού μεσ' στο γιγάντιο ενυδρείο και είχε σαγόνια κοφτερά σαν καρχαρία. Δε θυμάμαι πια τα χρώματά της, μα ήταν πολύ σκούρη λες και πάνω της ήταν το μόνο μέρος που φοβόταν να πλησιάσουν οι ακτίνες του ήλιου. Μου είχε κάνει τόσο εντύπωση τότε, λες και ήταν το μόνο περίεργο πράγμα στην όλη εμπειρία.. Το μέγεθός της δε ξεπερνούσε μια μεγάλη, γεμάτη γυναικεία τσάντα. Εντάξει, όχι και πολύ απίθανο για μια θαλάσσια χελώνα θα έλεγε κανείς. (Αν ήταν θαλάσσια...) Τέλος στην τρίτη γυάλα, μια ασύλληπτα άσχημη και τρομακτική (μάλλον) νυχτερίδα με άνοιγμα φτερών λίγο μεγαλύτερο από το μήκος του κλαβιέ ενός κανονικού πιάνο και σώμα στο μέγεθος ενός όρθιου τούβλου. Χρώματος μπλε, σκούρο μπλε με ελάχιστο μαύρο σε κάποια σημεία αν θυμάμαι καλά.. Το στόμα της είχε άνοιγμα όσο η διάμετρος της παλάμης μου και τα νύχια των ποδιών της ήταν λες και είχες κόψει νύχια αετού και τα είχες κολλήσει σε νυχτερίδα.. Βέβαια, το μόνο αξιοπερίεργο σ' αυτό το πλάσμα για 'μένα ήταν το ότι καθόταν όρθια πάνω σ' ένα σχετικά μικρό κλαδί και παρατηρώντας τη σου άφηνε για κάποιο λόγο την εντύπωση ότι βαθιά μέσα της ήθελε να είναι κουκουβάγια...
Αγαπημένος σου ο Ντάγκλας, το ψαράκι.. Ω ναι, είχα ακούσει πολλά γι' αυτόν. Δε θυμάμαι τίποτα. Πάντως ήταν το πιο συμπαθητικό απ' τα 3 οφείλω να παραδεχτώ. Ακόμα δε μπορώ να καταλάβω τι σου άρεσε σ' εκείνη τη νυχτερίδα!
Απορροφημένος λοιπόν απ' τη γνωριμία μου με τα κατοικίδια πλάσματά σου δεν κατάλαβα ποτέ τη στιγμή που έφυγες από δίπλα μου, όταν συνειδητοποίησα ότι ήμουν μάλλον αρκετή ώρα μόνος στο δωμάτιο.. Και κατόπιν εξέλιξης των πραγμάτων, θα έλεγα καλύτερα που έγινε έτσι...
Ο Ντάγκλας ήταν ιδιαίτερα ανήσυχος εκείνη τη μέρα και αναπιδούσε άτακτα στο νερό συνεχώς λες και πνιγόταν και πάσχιζε να βγει έξω δίχως να ξέρει κολύμπι.. Και κάποια στιγμή, από τούμπα σε τούμπα, βρέθηκε στο διπλανό ενυδρείο, εκεί όπου βρισκόταν η χελώνα κάνοντας ατελείωτους αυτιστικούς κύκλους, σαν αυτά τα σκιουράκια που τα βάζουν σε κλουβιά και τα καθυστερημένα τρέχουν από δω και από 'κει κάνοντας μια συγκεκριμένη διαδρομή για ώρες μέχρι να τελειώσουν οι μπαταρίες τους.. Δε χρειάστηκαν πολλά δευτερόλεπτα για να αντιληφθεί η χελώνα το ψάρι που απρόσκλητο εισέβαλε στο χώρο της.. Αυτό ήταν. Στο επόμενο λεπτό, το ανυπεράσπιστο ψαράκι, σαν κομμάτια από μεγάλο παζλ, βρισκόταν διάσπαρτο στο χώρο του εγκλήματος και στο στομάχι του δολοφόνου του.. Το αστείο βέβαια, ήταν ότι δεν είδα πουθενά αίμα. Παρόλο το φρικιαστικό γεγονός το νερό παρέμεινε πεντακάθαρο όπως ήταν. Και πριν καλά καλά συνειδητοποιήσω αυτό που μόλις (νόμιζα ότι) έζησα, ήρθε και το δεύτερο ψυχολογικό τεστ...
Η χελώνα συνέχιζε την κυκλική της πορεία σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, αλλά πλέον κινούνταν σε πιο αργούς ρυθμούς, σε ρυθμούς σχεδόν χελώνας (στη στεριά). Και ξαφνικά, σε μια απότομη κίνηση, σαν να ήξερε τι έκανε, βρέθηκε μέσ' στο μπουρί και από 'κει στη γυάλα της νυχτερίδας.. Το πετούμενο πλάσμα αφυπνίστηκε και αμέσως άνοιξε φτερά.. Ποτέ μου δεν έμαθα αν το γυάλινο αυτό κλουβί ήταν τόσο καλά ηχομονωμένο, η αν απλώς το πέταγμα της είχε μπει στη σίγαση... Η χελώνα δεν πρόλαβε να κάνει βήμα. Η νυχτερίδα την άρπαξε απ' το κεφάλι και αμέσως τη σήκωσε όσο πιο ψηλά της επέτρεπε το ύψος της γυάλας και άρχισε να την τινάζει με σπαστικές κινήσεις επί τόπου. Ένας εκκωφαντικός ήχος απ' τον αέρα που φαντάστηκα ότι μπορεί και να υπήρχε δημιουργήθηκε μέσ' στο κεφάλι μου και μου απόσπασε την προσοχή αναγκάζοντάς με να καλύψω με τα χέρια μου τ' αυτιά μου και να κλείσω απότομα τα μάτια μου.. Μόλις ο μυστηριώδης αυτός τυφώνας έσβησε από μέσα μου τα ξανά άνοιξα αμέσως και το πρώτο πράγμα που αντίκρισα και άκουσα ήταν η πτώση της κάποτε χελώνας στο τσιμέντο, ανάσκελα.. Μα πλέον είχε αλλάξει χρώμα.. Ήταν κάτι σε σκούρο γκρι, που επιβεβαίωνε την άψυχη υπόσταση του πλάσματος.. Οι πληγές και οι χαρακιές στο δέρμα της ήταν αρκετά στοιχεία για να καταλάβει κανείς εύκολα τι είχε συμβεί.. Η νυχτερίδα με τα νύχια της, της είχε ρουφήξει ολοκληρωτικά τη ζωή λες και ήθελε να την τιμωρήσει για την κατάληξη του κακόμοιρου του Ντάγκλας. Η απλώς αντέδρασε με το ίδιο σκεπτικό που αντέδρασε νωρίτερα και η χελώνα, θα έλεγε κανείς.. Όποια και αν ήταν η πρόθεσή τους εγώ ήμουν πλέον μάρτυρας των πράξεών τους και πολύ σύντομα θα έπρεπε ν' ανακριθώ... Και πως να μιλήσω? Από που να ξεκινήσω και πως να τα πω? Είχα ήδη χάσει τη μιλιά μου. Όχι, όχι.. Δε θα ήθελα σε καμία περίπτωση να σκέφτομαι την αντίδρασή σου μαθαίνοντας για τον πολυαγαπημένο σου Ντάγκλας και αντικρίζοντας το πεδίο μάχης σ' αυτήν την κατάσταση...
Η απελπισία είχε αρχίσει να με κυριεύει όταν ξαφνικά αισθάνθηκα τις πρωινές ακτίνες του ήλιου να μου χαϊδεύουν ενοχλητικά το πρόσωπο.. Τι ώρα να είχε πάει? Άνοιξα τα μάτια μου απορημένος.. Λες να είχα ξεχάσει να το ρυθμίσω, σκέφτηκα. Μάλλον δε θα χτύπησε καν, μου απάντησα και σταμάτησα ν' ασχολούμαι. Με το ένα χέρι έπιασα το κεφάλι μου που βούιζε και μου είχε ήδη δημιουργήσει έναν ελαφρύ πονοκέφαλο. Και η νυχτερίδα πετούσε ακόμη μέσα μου...
5/3/13